Skip to main content

Το τρίπτυχο εκτέλεσης του πιο κρίσιμου προϋπολογισμού

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Σε ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 2,5%, ο οποίος θα στηριχτεί κατά κύριο λόγο στην τόνωση των επενδύσεων, σε μεγάλο βαθμό στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης -παρά την επιβολή νέων δημοσιονομικών μέτρων-, στην άνοδο των εξαγωγών, αλλά και στην πρόβλεψη για αύξηση των φορολογικών εσόδων «ποντάρει» η κυβέρνηση για να εκτελέσει τον κρισιμότερο και τελευταίο προϋπολογισμό των μνημονιακών ετών.

Ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος ανεβαίνει υψηλότερα ακόμη και από τον μνημονιακό στόχο του 3,5% και φτάνει στο 3,82%, ποσοστό που μεταφράζεται σε 7,05 δισ. ευρώ.

Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση εκτιμά από τώρα ότι και το 2018 θα υπάρξει «υπερπλεόνασμα» 587 εκατ. ευρώ έναντι του μνημονιακού στόχου, ο οποίος ορίζει ότι το θετικό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού θα πρέπει να φτάσει στα 6,464 δισεκατομμύρια ευρώ.

Συγκριτικά με το 2017 το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να βελτιωθεί κατά 2,691 δισ. ευρώ καθώς η φετινή χρονιά εκτιμάται ότι θα κλείσει με θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα της τάξεως του 2,44% του ΑΕΠ, το οποίο ισοδυναμεί με 4,36 δισ. ευρώ. 

Πού στηρίζεται η πρόβλεψη
Η νέα πρόβλεψη για την πορεία του ΑΕΠ (2,5%) είναι ελαφρά βελτιωμένη σε σχέση με αυτή που είχε αποτυπωθεί στο προσχέδιο του Οκτωβρίου (2,4%), ενώ για το 2017 ο πήχης της ανάπτυξης κατεβαίνει στο 1,6% (από 1,8%) έτσι ώστε η εκτίμηση να εναρμονιστεί με τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση, η πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2018 στηρίζεται:

1 Στη θετική συνεισφορά από την ιδιωτική κατανάλωση κατά 0,8% του πραγματικού ΑΕΠ, η οποία με τη σειρά της εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί από την ταχύτερη αύξηση της απασχόλησης και τη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας. 

2 Από τη θετική συνεισφορά του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου (κατά 1,4% του πραγματικού ΑΕΠ) που αναμένεται να αυξηθεί με διψήφιο ρυθμό «λόγω του ευνοϊκότερου επενδυτικού περιβάλλοντος στη βάση των υλοποιούμενων μεταρρυθμίσεων του προγράμματος, αλλά και της αυξημένης ζήτησης» όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

3 Από την περαιτέρω βελτίωση του πραγματικού ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατά 0,2% του ΑΕΠ εν μέσω αυξήσεων στην εξαγωγική και εισαγωγική δραστηριότητα. 

Η πρόβλεψη για καλύτερη εικόνα του τρίπτυχου «κατανάλωση-επενδύσεις-εξαγωγές» εξειδικεύεται και με τις ακόλουθες επιμέρους προβλέψεις:

  • Η ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,2% του ΑΕΠ έναντι 0,9% το 2017 και μηδενικής μεταβολής το 2016. 
  • Για τη δημόσια κατανάλωση, η μεταβολή θα είναι οριακά θετική με το πρόσημο να είναι αισθητά μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του 2017. Έτσι, η δημόσια κατανάλωση θα πρέπει να αυξηθεί σε ποσοστό 0,2% έναντι εκτίμησης για αύξηση 0,9% του ΑΕΠ μέσα στο 2017. 
  • Υπερδιπλάσιο ποσοστό αύξησης προβλέπεται για τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου. Το 2018 εκτιμάται ότι θα έχει αύξηση των επενδύσεων κατά 11,4%, έναντι μόλις 5,1% το 2017. 
  • Η ποσοστιαία μεταβολή των εξαγωγών θα είναι θετική μεν, αλλά μικρότερη σε σχέση με το 2017 (4,6% έναντι 6,9% το 2017). Ωστόσο, η εκτιμώμενη βελτίωση στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα προέλθει από την αισθητή μείωση στον ρυθμό αύξησης των εισαγωγών. Για το 2018 ο σχετικός ρυθμός θα πέσει στο 3,8% από 6% το 2017. 
  • Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 1,7% το 2018, έναντι 1,9% το 2017, αλλά το ποσοστό ανεργίας (με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού) αναμένεται να αποκλιμακωθεί στο 20,2% από 21,7% το 2017. Το ποσοστό ανεργίας σε εθνικολογιστική βάση θα περιοριστεί στο 18,4% από 19,9% το 2017. 
  • Ο ρυθμός αύξησης του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή θα είναι μειωμένος στο 0,8% συγκριτικά με το 1,2% του 2017. 

Τα πρωτογενή πλεονάσματα 
Το πρωτογενές πλεόνασμα με βάση τη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat (ESA 2010) θα πρέπει να διαμορφωθεί το 2018 στα 7,716 δισ. ευρώ ή στο 4,2%, ώστε μετά τις απαιτούμενες προσαρμογές, λόγω των μνημονιακών κανόνων, να περιοριστεί στα 7,051 δισ. ευρώ ή στο 3,82% του ΑΕΠ. Ουσιαστικά, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπει κατακόρυφη αύξηση στο πρωτογενές πλεόνασμα συγκριτικά με το 2017 το οποίο σε όρους ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται να διαμορφωθεί στα 4,683 δισ. ευρώ για το 2017 (ή στα 4,36 δισ. ευρώ σε μνημονιακούς όρους). Δηλαδή, το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να αυξηθεί κατά 3 δισ. ευρώ σε όρους ESA 2010 ή κατά 2,691 δισ. ευρώ σε όρους μνημονίου. Αυτή η βελτίωση σε πολύ μεγάλο βαθμό θα πρέπει να προέλθει: 

  • Από την ενίσχυση των καθαρών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού κατά 1,794 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2017.

Τα καθαρά έσοδα της επόμενης χρονιάς θα πρέπει να διαμορφωθούν στα 50,509 δισ. ευρώ έναντι 48,715 δισ. ευρώ το 2017. Η απόκλιση του 2017 έναντι του στόχου που είχε τεθεί με το μεσοπρόθεσμο είναι πολύ μεγάλη και φτάνει στα 2,949 δισ. ευρώ. Οφείλεται όμως κατά κύριο λόγο στην εκτόξευση των επιστροφών φόρου οι οποίες και διαμορφώθηκαν στα 5,577 δισ. ευρώ έναντι πρόβλεψης μόλις 3,324 δισ. ευρώ στο μεσοπρόθεσμο. Η αύξηση των εσόδων θα πρέπει να προέλθει κατά κύριο λόγο από τους φόρους. Τα φορολογικά έσοδα θα πρέπει να αυξηθούν τουλάχιστον κατά 950 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2017, για να διαμορφωθούν στα 48,156 δισ. ευρώ έναντι στόχου για 47,2 δισ. ευρώ το 2017. Αντίθετα, τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων προβλέπονται μειωμένα στο 1,1 δισ. ευρώ έναντι 1,542 δισ. ευρώ το 2017. 

  • Από τη μείωση των δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού κατά περίπου 2,077 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2017.
    Η μείωση θα πρέπει να προέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη συγκράτηση του κονδυλίου για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία, με το σχετικό κονδύλι να μειώνεται από τα 21,037 δισ. ευρώ το 2017 στα 19,438 δισ. ευρώ το 2018. Προφανώς το «φούσκωμα» των κοινωνικών δαπανών του 2017 οφείλεται και στην καταβολή του έκτακτου κοινωνικού μερίσματος. 
  • Από την περαιτέρω βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων του ΕΦΚΑ.

Το πρωτογενές αποτέλεσμα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης με βάση τον ορισμό ESA 2010 θα πρέπει να διαμορφωθεί στο 1,789 δισ. ευρώ έναντι 1,089 δισ. ευρώ το 2017.  

«Ο καλύτερος μέχρι τον επόμενο»
Αύριο αρχίζει στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή της Βουλής η συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού του 2018, ο οποίος αναμένεται να ψηφιστεί στην Ολομέλεια της Βουλής τα μεσάνυχτα της 22ας Δεκεμβρίου. 
Ο κρατικός προϋπολογισμός κατατέθηκε σε ηλεκτρονική μορφή χθες στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση (δεξιά) από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Γιώργο Χουλιαράκη. Παραλαμβάνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό, ο κ. Βούτσης είπε στον κ. Χουλιαράκη: «Εύχομαι, κύριε υπουργέ, και οι επόμενοι προϋπολογισμοί να είναι καλύτεροι. Αυτός είναι ο καλύτερος μέχρι τον επόμενο, όπως έλεγε και ο Γκάλης».

Το σχέδιο του προϋπολογισμού θα εισαχθεί αύριο στην κοινοβουλευτική επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων. Η συζήτηση θα ολοκληρωθεί έπειτα από τέσσερις συνεδριάσεις, πιθανότατα την Τρίτη 28 Νοεμβρίου. Η πενθήμερη συζήτηση στην Ολομέλεια θα αρχίσει μετά από διάστημα τριών εβδομάδων λόγω της προγραμματισμένης μετάβασης του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου στις ΗΠΑ, αλλά και του συνεδρίου της Ν.Δ. στις 16 και 17 Δεκεμβρίου. Ειδικότερα, οι συνεδριάσεις θα αρχίσουν τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου και θα ολοκληρωθούν τα μεσάνυχτα της Παρασκευής 22 Δεκεμβρίου με την τοποθέτηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και με τη διεξαγωγή ονομαστικής ψηφοφορίας.   

Νέα αύξηση στο 179,8% του ΑΕΠ για το χρέος της γενικής κυβέρνησης
Στα 332 δισ. ευρώ ή στο 179,8% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα ανέλθει το χρέος της γενικής κυβέρνησης το 2018, σημειώνοντας νέα αύξηση τόσο σε απόλυτο ποσό όσο και σε ποσοστιαία βάση. Συγκριτικά με το 2017 το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να αυξηθεί κατά 13,7 δισ. ευρώ (από τα 318,3 δισ. ευρώ που αναμένεται να είναι το κλείσιμο της φετινής χρονιάς στα 332 δισ. ευρώ), ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος προβλέπεται να αυξηθεί από το 178,2% του ΑΕΠ στο 179,8% του ΑΕΠ.

Όσον αφορά τη σύνθεση του χρέους, την επόμενη χρονιά προβλέπεται ότι θα υπάρξουν οι ακόλουθες μεταβολές: 

1 Η αύξηση του χρέους σε ομόλογα. Από τα 50,174 δισ. ευρώ το 2017, η έκθεση σε ομόλογα αναμένεται να φτάσει στα 55,275 δισ. ευρώ το 2018. Το νούμερο αποτυπώνει την πρόβλεψη περί εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, ενώ ολόκληρο το ποσό της αύξησης προέρχεται από τις εκδόσεις νέων ομολόγων στην αγορά του εσωτερικού με το σχετικό υπόλοιπο να αυξάνεται από τα 48,407 δισ. ευρώ που είναι η εκτίμηση για το 2017, στα 53,537 δισ. ευρώ για το 2018. 

2 Η αύξηση του χρέους από τον επίσημο τομέα. Τα δάνεια από τον Μηχανισμό Στήριξης αναμένεται να «κλειδώσουν» στα 250,969 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018, κάτι που σημαίνει ότι οι εκταμιεύσεις μέσα στο 2018 προβλέπεται ότι θα φτάσουν περίπου στα 13,25 δισ. ευρώ, δεδομένου ότι το 2017 θα κλείσει με τα δάνεια του μηχανισμού στήριξης να διαμορφώνονται στα 237,711 δισ. ευρώ. Άλλη εκταμίευση μέσα στο 2017 δεν θα υπάρξει οπότε το ποσό των 13,25 δισ. ευρώ αποτυπώνει την πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης για τα κεφάλαια που θα αντληθούν με το κλείσιμο της 3ης και της 4ης αξιολόγησης. 

3 Μείωση προβλέπεται στα βραχυπρόθεσμα δάνεια και ειδικά στους τίτλους με σύμφωνο επαναγοράς δηλαδή στα repos. To σχετικό υπόλοιπο αναμένεται να περιοριστεί στα 9 δισ. ευρώ από 15 δισ. ευρώ το 2017. Μείωση αναμένεται επίσης και στους βραχυπρόθεσμους τίτλους. Από το ανώτερο επιτρεπόμενο πλαφόν των 14,9 δισ. ευρώ του 2017, η έκθεση της χώρας στα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου αναμένεται να περιοριστεί το 2018 στα 13,7 δισ. ευρώ. 

Τρεις είναι οι βασικές αλλαγές που προβλέπονται στο χρέος με βάση τα όσα αναφέρονται στα στοιχεία της γενικής κυβέρνησης: 

  • Η αντικατάσταση βραχυπρόθεσμου τμήματος του χρέους σε ύψος έως και 7 δισ. ευρώ. Το βραχυπρόθεσμο τμήμα του χρέους υποχρεώνει τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους σε αθρόες εξοφλήσεις. Μόνο το 2017, οι συνολικές εξοφλήσεις έφτασαν στα 541,1 δισ. ευρώ έναντι 531,26 δισ. ευρώ (σ.σ.: πρόκειται κυρίως για βραχυπρόθεσμα δάνεια που εκδίδονταν και εξοφλούνταν ανά τακτικότατα χρονικά διαστήματα). Με την αντικατάσταση του βραχυπρόθεσμου τμήματος του χρέους, αναμένεται να περιοριστούν και οι εξοφλήσεις, οι οποίες το 2009 περιορίζονταν σε περίπου 37 δισ. ευρώ. 
  • Η αποπληρωμή ακόμη περισσότερων ληξιπρόθεσμων οφειλών μέχρι το ύψος των 2,2 δισ. ευρώ έναντι 1,5 δισ. ευρώ το 2017. 
  • Η ενίσχυση των διαθεσίμων με το ποσό των 10 δισ. ευρώ (προφανώς για τον σχηματισμό του cash buffer) έναντι 2,85 δισ. ευρώ το 2017. 

Η δαπάνη για τους τόκους το 2018 αναμένεται να περιοριστεί σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το 2017 δηλαδή στα 5,2 δισ. ευρώ έναντι 6 δισ. ευρώ το 2017.