Από την έντυπη έκδοση
Των Έφης Τριήρη και Ειρήνης Σακελλάρη
Δυσοίωνες προδιαγράφονται οι προοπτικές για τις τράπεζες της Ευρωζώνης στο σενάριο που θα «στεγνώσει» η ρευστότητα στην αγορά για ένα εξάμηνο, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να προειδοποιεί ότι οι μισές από τις μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής δεν θα επιβιώσουν σε αυτή την περίπτωση. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διατρέχουν οι μεγαλύτερες τράπεζες και οι θυγατρικές ξένων ομίλων, σύμφωνα με ανάλυση της ΕΚΤ για τους κινδύνους ρευστότητας που βασίζεται στα αποτελέσματα των stress test σε 103 τράπεζες.
Τα stress test φέρουν στην επιφάνεια ορισμένα τρωτά σημεία στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης σε μία περίοδο που αυξάνονται ολοένα και περισσότερο οι ανησυχίες για επικείμενη ύφεση. Έδειξαν ότι τέσσερις τράπεζες από διαφορετικές περιοχές και διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν εάν εξαφανιστεί η ρευστότητα από την αγορά για ένα εξάμηνο και 52 θα καταρρεύσουν σε διάστημα έξι μηνών εάν κάποιοι εμπορικοί πελάτες τους, μεταξύ άλλων παραγόντων, αποσύρουν τα χρήματά τους. Ωστόσο, 26 τράπεζες θα μπορούσαν να επιβιώσουν πέραν των έξι μηνών στο «ακραίο σενάριο» στο πλαίσιο του οποίου η πιστοληπτική τους αξιολόγηση θα υποβαθμιστεί κατά τρεις βαθμίδες και θα υπάρξει μαζική εκροή καταθέσεων.
Μάλιστα, η ΕΚΤ στην ανάλυσή της θεωρεί υπερβολικά αισιόδοξες ακόμη και τις προβλέψεις των τραπεζών για «χλιαρά» κέρδη τα προσεχή έτη, δεδομένου ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης δέχονται ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις στην κερδοφορία τους από τον οικονομικό και επιχειρηματικό κύκλο που πλησιάζει στην ωρίμανσή του.
Υπό το βάρος του υψηλού κόστους και των χαμηλών ρυθμών αύξησης των καθαρών κερδών τους, λιγότερες από το ήμισυ των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης έχουν σήμερα απόδοση, γεγονός που συνιστά δυνητικό εμπόδιο στην όποια οικονομική ανάκαμψη καθώς η Ευρώπη παραδοσιακά βασίζεται στη χρηματοδότηση των τραπεζών. Οι τράπεζες έχουν προβλέψει μείωση στην απόδοση επί του μετοχικού κεφαλαίου τους τόσο για εφέτος όσο και για το επόμενο έτος, προτού «δουν» μία μικρή ανάκαμψη το 2021, αν και η ΕΚΤ βλέπει τις συνθήκες να επιδεινώνονται συνεχώς.
Η ΕΚΤ μείωσε εκ νέου το επιτόκιο καταθέσεων σε νέο ιστορικό χαμηλό τον προηγούμενο μήνα επισημαίνοντας ότι τα χαμηλά επιτόκια θα παραμείνουν για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα, κάτι που σε συνδυασμό με τον έντονο ανταγωνισμό θα μπορούσε να πλήξει περαιτέρω την ικανότητα των τραπεζών για άντληση εσόδων.
Η ΕΚΤ προειδοποίησε ακόμη ότι ο τραπεζικός κλάδος είναι εκτεθειμένος σε αιφνίδιες μεταβολές της αποτίμησης του ρίσκου από ορισμένες κυβερνήσεις, καθώς εξακολουθούν να εκφράζονται έντονες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους, καθότι οι τράπεζες είθισται να είναι τα μέγιστα εκτεθειμένες σε κρατικά ομόλογα των χωρών στις οποίες έχουν την έδρα τους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, δίδεται έμφαση στην αποκατάσταση των ισολογισμών και στη μείωση του ενεργητικού που έχει γίνει επισφαλές. Επιπλέον, απαιτούνται πιο αποτελεσματικά μοντέλα αποτίμησης του κινδύνου και μεγαλύτερη προσοχή στους κινδύνους των αγορών.
Οι ελληνικές
Οι ελληνικές τράπεζες βελτίωσαν το 2019 το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετώπιζαν τα περασμένα έτη, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της ανάλυσης της ΕΚΤ για τους κινδύνους ρευστότητας που βασίζεται στα αποτελέσματα των stress test σε 103 τράπεζες της Ευρωζώνης.
Τo πρόβλημα ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες με στοιχεία τέλους 2018 παρέμεινε ως ένα από τα βασικότερα που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με την έκθεση της ΕΒΑ για την κεφαλαιακή επάρκεια των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά τις επιταγές της Βασιλείας ΙΙΙ που είδε το φως λίγες ημέρες νωρίτερα.
Ωστόσο, μέσα στο 2019 και ενώ δεν υπάρχει απογραφή της πλήρους εικόνας, το πρόβλημα για κάποιες τράπεζες παρουσίασε σημαντικότατη βελτίωση.
Η έκθεση της EBA κατέγραψε ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνέχισαν να βελτιώνουν τη συμμόρφωσή τους με τον δείκτη LCR (τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας) με βάση τα στοιχεία Δεκεμβρίου του 2018.
Τον Δεκέμβριο του 2018 το μέσο LCR ήταν 149%. Το σωρευτικό ακαθάριστο έλλειμμα ωστόσο ανερχόταν σε 15,7 δισ. ευρώ, όπως αναφέρει η έκθεση, και οφειλόταν εξ ολοκλήρου σε 4 τράπεζες οι οποίες νομισματοποίησαν τα αποθέματα ρευστότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης (σ.σ.: εδώ η EBA αναφέρεται στις ελληνικές τράπεζες). Μία σε βάθος ανάλυση ενδεχόμενης απόκλισης στα επίπεδα των LCR αποτελεί ένδειξη πως οι τράπεζες τείνουν να διακρατούν πολύ χαμηλότερα αποθέματα ρευστότητας σε ξένο νόμισμα, κυρίως στο αμερικανικό δολάριο και τη βρετανική λίρα.
Εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης χρέους, τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα εξάντλησαν το αποθεματικό ρευστότητας, αναφέρει η ΕΒΑ, με αποτέλεσμα τα επίπεδα LCR των ελληνικών τραπεζών να είναι χαμηλότερα (κατά μέσο όρο) από την ελάχιστη απαίτηση 100% με στοιχεία του 2018.
Είναι χαρακτηριστικό πως, για τις δύο τράπεζες που τα στοιχεία είναι διαθέσιμα, Εθνική και Πειραιώς, οι δείκτες το 2018 ήταν μεγαλύτερος από 100% και στο 60% αντιστοίχως, ενώ για το 2019 η ρευστότητα της ΕΤΕ παρέμεινε υψηλότερη του ορίου 100% και η Πειραιώς κέρδισε και αυτή το όριο ανερχόμενη στο 100%. H ρευστότητα ενισχύθηκε μέσα από την αύξηση των καταθέσεων με ρευστοποιήσεις ενεργητικών αλλά και με εκδόσεις Cοre Tier II.
Η δυνατότητα απόσβεσης ρευστών διαθεσίμων σε περιόδους κρίσης (η οποία οδηγεί τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας κάτω από το 100%) προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, καθώς η διατήρηση του LCR κάτω από το 100% υπό τέτοιες συνθήκες θα μπορούσε να παράξει ανεπιθύμητα αρνητικά αποτελέσματα για τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.
Ο δείκτης LCR στις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες διαμορφώθηκε στο 145% και το LCR των σημαντικά συστημικών τραπεζών στο 144%. Ο σταθμισμένος δείκτης LCR των υπόλοιπων τραπεζών διαμορφώθηκε υψηλότερα, στο 183%. Για την πλειονότητα των χωρών ο μέσος δείκτης LCR κινήθηκε σε μία κλίμακα από το 100% έως το 200%. Ωστόσο αυτοί οι μέσοι όροι αποκρύπτουν τις σημαντικές διαφορές στα επίπεδα LCR μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Η παρατήρηση πως το LCR βαδίζει καλά αφορά όλα τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών. Ωστόσο, η σύνθεση διαφέρει. Ορισμένα επιχειρηματικά μοντέλα που χρηματοδοτούνται κυρίως από τις χονδρικές αγορές δείχνουν υψηλότερες ροές καθαρής ρευστότητας και τείνουν να ικανοποιούν τους στόχους του LCR επειδή κατέχουν περισσότερα ρευστοποιήσιμα ενεργητικά υψηλής ποιότητας.