Skip to main content

Tράπεζες vs εταιρειών υψηλής τεχνολογίας

Από την έντυπη έκδοση 

Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
 
Οι τράπεζες δείχνουν να χάνουν σταδιακά τμήματα στη λιανική τραπεζική, καθώς νέοι παίχτες με τεχνολογίες αξιόπιστες εισέρχονται δυναμικά στο παιχνίδι. 

Ποιοι συνιστούν την απειλή: οι μεγάλες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας τύπου Alphabet, Apple αλλά και οι μεγάλες πλατφόρμες τύπου Amazon, Alibaba κ.λπ.

Και θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί ποιος τελικά είναι εκείνος που μπορεί να προσφέρει περισσότερη πίστη στους καταναλωτές των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αν όχι οι τράπεζες; Κι όμως… Οι τράπεζες αναθέτουν την τεχνολογική τους αξιοπιστία σε τρίτους έναντι αδρού κόστους. Αντιθέτως οι νέοι παίχτες παράγουν οι ίδιοι τεχνολογία και τους είναι πολύ εύκολη η παροχή απλών και συνθετότερων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών με τυποποιημένους κανόνες αξιοπιστίας. Έχουν δε τα δίκτυα διανομής για να προσφέρουν με μεγάλη επιτυχία τέτοια προϊόντα.

Το πόσο ενδιαφέρει αυτό τις τράπεζες της χώρας μας είναι απολύτως σαφές, αφού -όπως λένε έγκυρες εγχώριες τραπεζικές πηγές, που μελέτησαν την έρευνα του οίκου Moody’s- «οι εργασίες των τραπεζών πια δεν πάνε στον αυτόματο». Οι τράπεζες πρέπει να διενεργήσουν πωλήσεις αν θέλουν να έχουν κέρδη. Και η αλήθεια είναι πως η δημοφιλία τους δεν είναι και στα υψηλότερα δυνατά επίπεδα.

Μερίδιο αγοράς
Σημαντικό μερίδιο από τις μεγάλες, παραδοσιακές τράπεζες, λοιπόν, στον τομέα της λιανικής τραπεζικής απειλούν να αποσπάσουν τα νέα ψηφιακά οικοσυστήματα, που ελέγχονται από μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες τεχνολογίας, όπως το Alphabet,  Facebook, το Apple και το Ant Financial Services Group3, τα οποία επεκτείνονται με ταχείς ρυθμούς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει πρόσφατη έκθεση της Moody’s.

Ήδη η παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών λιανικής από τέτοιους οργανισμούς έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος στην Ασία και αλλού, επηρεάζοντας τις παραδοσιακές τράπεζες, τις ασφαλιστικές εταιρείες, τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και τους μεσίτες.

Χαρακτηριστικό του μεγέθους της απειλής είναι ότι στο κεντρικό της σενάριο, η μελέτη της Moody’s προβλέπει ότι οι χρηματοοικονομικοί φορείς εκμετάλλευσης θα παραχωρήσουν ένα μέρος του ελέγχου της διανομής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών λιανικής, ενώ πολλοί θα αναπτύξουν ψηφιακές πλατφόρμες ή θα επικεντρωθούν σε εξειδικευμένες αγορές.
Ανάλογα, πάντως, με τις κανονιστικές αλλαγές, ο οίκος αναλύει και ένα εναλλακτικό σενάριο, ακόμα πιο δυσοίωνο για τις παραδοσιακές τράπεζες, στο οποίο οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες θα ελέγχουν μεγαλύτερο μερίδιο, εκτοπίζοντας όσους δεν προσαρμοστούν έγκαιρα στη νέα εποχή.

Τα υψηλά κόστη για τις τράπεζες
Οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικές στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες λιανικής, δεδομένης της μεγάλης βάσης χρηστών τους, της αδιάλειπτης σχέσης που έχουν οι χρήστες με τις υπηρεσίες τους, της μακροπρόθεσμης εστίασης στους στόχους τους και των σημαντικών κεφαλαιουχικών πόρων. Η περαιτέρω επέκταση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα προχωρεί παράλληλα με στρατηγικές για την αύξηση του εύρους και της ελκυστικότητας των ψηφιακών πλατφορμών που αναπτύσσουν.
 
Η διανομή κλειδί για την επιτυχία
Παρά την ανησυχία, λοιπόν, που έχει αυξήσει την ευαισθησία σχετικά με τη χρήση και τη συλλογή δεδομένων, οι οικονομικές λύσεις θα μπορούσαν να προσαρμοστούν χρησιμοποιώντας δεδομένα δαπανών και εισοδήματος ή κοινωνικά και βιολογικά στοιχεία, μετατρέποντας τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές σε μια κοινωνική δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, η Venmo, μια υπηρεσία πληρωμών της PayPal Holdings Inc., εισήγαγε μια ψυχαγωγική διάσταση στη χρηματοοικονομική δραστηριότητα.

Επίσης, πλέον γίνεται όλο και πιο συνηθισμένο οι πληρωμές να ενσωματώνονται στα μηνύματα και τα οικοσυστήματα αγορών, όπως το Line, το Kakao, το MercadoPago, το Alipay και το Amazon. Η τιμολόγηση μεταξύ των τραπεζών, των διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων, των ασφαλιστών και των ιδρυμάτων καταθέσεων θα μπορούσε να γίνει διαφανής και να ανακατανεμηθεί αυτομάτως. Σε όλες τις υπηρεσίες που βασίζονται σε συνάθροιση, οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας έχουν πλεονέκτημα έναντι των παραδοσιακών τραπεζών που χρησιμοποιούν ιδιόκτητα δίκτυα, επειδή τα ιδιόκτητα δίκτυα τείνουν να οδηγήσουν σε διαίρεση της αγοράς και περιορίζουν τις δυνατότητες των ανοικτών δικτύων.

Ακόμα και στο βασικό σενάριο της μελέτης της Moody’s, η μεγαλύτερη αβεβαιότητα αφορά το κατά πόσον τα περισσότερα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εξελιχθούν επιτυχώς. Πολλοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θεωρούν τις τεχνολογικές επενδύσεις στις λιανικές υπηρεσίες ως αμυντικές. 

Προληπτική εποπτεία  και τυποποίηση
Η προσαρμογή σε έναν ψηφιακό κόσμο δεν είναι απλή για τις παραδοσιακές τράπεζες. Η ψηφιοποίηση απαιτεί υψηλή αρχική επένδυση και υψηλό συνεχιζόμενο κόστος συντήρησης με αβέβαιο αποτέλεσμα. Εν ολίγοις, υπάρχει ο κίνδυνος, παρά τις μεγάλες επενδύσεις στην τεχνολογία, οι κατεστημένοι φορείς να μην κατορθώσουν να διατηρήσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου μεριδίου της λιανικής. Στο εναλλακτικό σενάριο, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας δεν θα ελέγχουν μόνο ένα σημαντικό μέρος της λιανικής τραπεζικής και της πελατείας, αλλά θα ανταγωνίζονται πιο άμεσα με τις τράπεζες, παράγοντας και ορισμένα χρηματοοικονομικά προϊόντα για να επαυξήσουν τα κέρδη. Το σενάριο αυτό προϋποθέτει ότι οι πάροχοι ψηφιακών οικοσυστημάτων θα αντιμετωπίζονται από τους πελάτες τους με εμπιστοσύνη ανάλογη με αυτήν που οι πελάτες δείχνουν στις τράπεζες και ότι θα υιοθετήσουν επιχειρηματικές πρακτικές προληπτικής εποπτείας, οι οποίες είναι πλέον τυποποιημένες στις λιανικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως π.χ. οι κανονισμοί για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η διάδοση της τεχνολογίας θα οδηγήσει σε περαιτέρω ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών φορέων, δεδομένης της ικανότητας της τεχνολογίας να προσανατολίζει τις προσφορές και τη συνολική ζήτηση. Οι μεσαίες και οι μικρότερες εταιρείες, ιδίως οι μη εξειδικευμένοι μικροί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, θα πρέπει να βρουν τους τρόπους για να διατηρήσουν τα σημερινά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά τους και να προχωρήσουν στις επενδύσεις που απαιτούνται για να συμβαδίσουν με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, καθώς και με τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι πιο διορατικές απ’ αυτές πιθανότατα θα συγχωνευθούν με μεγαλύτερους παίκτες, όσο ακόμα διατηρούν ισχυρές αποτιμήσεις.