Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Μια τολμηρή ατζέντα μεταρρυθμίσεων για την επανεκκίνηση της ΕΕ εισηγείται με συνέντευξη στη «Ν» ο πρόεδρος της δεξαμενής σκέψης «Friends of Europe», Giles Merritt, ο οποίος εκπέμπει σήμα κινδύνου για το μέλλον της Γηραιάς Ηπείρου. «Στην Ευρώπη δεν έχουμε καταλάβει ότι ο 20ός αιώνας αποτελεί παρελθόν», τονίζει ο πρώην ανταποκριτής των Financial Times, συγγραφέας του βιβλίου «Slippery Slope», προτρέποντας για τη βαθύτερη ενοποίηση της ΕΕ, «με ή χωρίς αλλαγή της Συνθήκης». Ο ίδιος προτείνει τη θέσπιση κυρώσεων «για όσους υπονομεύουν τις αξίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος», τη δημόσια καταγραφή των συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τη μεταφορά του τομέα της Επικοινωνίας από την Κομισιόν στα χέρια ανεξάρτητων δημοσιογράφων, καθώς και παρεμβάσεις στην αντιπροσώπευση των κυβερνήσεων στην Ευρώπη. «Δημιουργήσαμε τις συνθήκες για την παγκοσμιοποίηση, η οποία έβγαλε 2-3 δις ανθρώπους από τη φτώχεια, και τώρα παραπονούμαστε για αυτήν», λέει χαρακτηριστικά, τονίζοντας πως η Ένωση στηρίζεται στη δομή της δεκαετίας του 1950, η οποία δεν ήταν πολιτική αλλά εμπορική. Ο πολύπειρος αναλυτής προσεγγίζει το δημοψήφισμα Κάμερον ως «μεγάλη ανοησία» και χαρακτηρίζει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη «παράδειγμα της μη ρεαλιστικής έπαρσης» στην Ευρώπη.
Τα συμπτώματα της κρίσης είναι γνωστά. Τι θα περιγράφατε όμως ως τον πυρήνα των προβλημάτων με τα οποία είναι σήμερα αντιμέτωπο το εγχείρημα της Ε.Ε;
«Θα έλεγα ότι το κύριο πρόβλημα είναι η έλλειψη επίγνωσης. Οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα δεδομένα που διαμορφώνει ένας μεταλλασσόμενος κόσμος. ‘’Ζούμε’’ ακόμη στον 20ό αιώνα. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούμε στην Ε.Ε. -η διαδικασία λήψης αποφάσεων, η αρχιτεκτονική του εγχειρήματος- δεν δουλεύει. Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε ακριβώς αυτό. Το δεύτερο βήμα είναι να το διορθώσουμε. Προϋπόθεση είναι να αντιληφθεί ο μέσος Ευρωπαίος ότι υπό τις παρούσες συνθήκες το αύριο δεν θα είναι καλύτερο από το χθες».
Θα λέγατε ότι αυτό που ζούμε σήμερα είναι το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης και της ανέλιξης τεράστιων ανταγωνιστών όπως η Κίνα; Μία εξέλιξη η οποία είναι θετική στη μεγάλη εικόνα, αλλά ταρακουνά την Ευρώπη.
«Ακριβώς. Όλο αυτό είναι κάτι καλό, είναι κάτι για το οποίο θα πρέπει να νιώθουμε περήφανοι. Τα τελευταία 25-30 χρόνια οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί έχουμε αλλάξει πολύ. Καταστήσαμε εφικτό για 2-3 δισ. ανθρώπους από το καθεστώς της φτώχειας να ανέλθουν στη μεσαία τάξη. Αυτό οφείλεται στις πολιτικές που υιοθετήσαμε. Θεωρώ μάλιστα ότι ήμασταν πολύ πιο ενεργοί σε αυτό το επίπεδο απ’ ό,τι οι ΗΠΑ, οι οποίες είναι πολύ καλές στην πολυεθνική συνεργασία, αλλά λιγότερο αποδοτικές στην ανάπτυξη υποδομών στις φτωχές χώρες. Δημιουργήσαμε λοιπόν τις συνθήκες για την παγκοσμιοποίηση και τώρα παραπονούμαστε γι’ αυτήν. Η γνώμη μου είναι η εξής: Αν έχουμε δύο μεγάλα προβλήματα αυτήν τη στιγμή, αυτά είναι η Μέση Ανατολή και η Αφρική. Πρόκειται για εξαιρετικά ασταθείς περιοχές που προκαλούν τεράστιες απειλές για την ασφάλεια. Στην ουσία, στις δύο αυτές περιοχές δεν δούλεψε όπως θα έπρεπε το μοντέλο του αναπτυγμένου κόσμου. Όλοι μιλούν κατά της παγκοσμιοποίησης. Ας σταματήσουμε για λίγο και να σκεφτούμε πώς θα ήταν ο κόσμος αν δεν υπήρχε η παγκοσμιοποίηση. Πόσο περισσότεροι κίνδυνοι, πόσο περισσότερες συρράξεις θα είχαν μεσολαβήσει αν δεν είχαμε κάνει τόσο πολλά για να βελτιώσουμε τη ζωή στον κόσμο».
Όλοι μιλούν για την ανάγκη αλλαγής στην Ε.Ε. Αλλαγή προς ποια κατεύθυνση;
«Βρίσκομαι στις Βρυξέλλες από το 1978. Ασκώ κριτική σε πολλές πτυχές της λειτουργίας της Ε.Ε. Ωστόσο, πιστεύω ότι δεν πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Δεν νομίζω επίσης ότι θα πρέπει να μειώσουμε το μέγεθος της Ε.Ε. Σίγουρα θεωρώ ότι δεν πρέπει να αποδυναμώσουμε τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό, θέλω να υπογραμμίσω το εξής: αυτό που έχουμε τώρα δεν δουλεύει. Ο κύριος λόγος είναι ότι έχουμε κτίσει μια Ένωση πάνω στη δομή της δεκαετίας του 1950, η οποία δεν ήταν μια πολιτική δομή, ήταν μια εμπορική δομή. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται πολύ μακριά για κάθε Ευρωπαίο, ότι υπάρχει μια έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο που λειτουργούν οι Βρυξέλλες, ότι το δημοκρατικό έλλειμμα έχει γίνει για τους πολίτες μεγάλο πρόβλημα, όπως είδαμε στην κρίση της Ευρωζώνης. Συνεπώς, δεν μπορούμε να πάμε πίσω και δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ που είμαστε. Μπορούμε όμως, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να πάμε μπροστά. Τώρα είναι η ώρα να σταματήσουν οι κυβερνήσεις να λένε «ο κόσμος δεν θέλει βαθύτερη ενοποίηση».
Αντιθέτως. Τώρα είναι η ώρα για όσο το δυνατόν βαθύτερη ενοποίηση. Με ή χωρίς αλλαγή της Συνθήκης. Θα πρέπει να υπάρξουν μια σειρά από βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Να θεσπιστούν κυρώσεις για όσους υπονομεύουν τις αξίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Να βελτιωθεί η αντιπροσώπευση των κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Να βάλουμε ένα τέλος στο “παιχνίδι” ότι πάντοτε τα καλά νέα προκύπτουν σε εθνικό επίπεδο και τα κακά νέα στις Βρυξέλλες. Να θεσπίσουμε δημόσια καταγραφή στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των Συμβουλίων των Υπουργών της Ε.Ε. Να μεταφέρουμε τον τομέα της επικοινωνίας από την Κομισιόν στα χέρια ανεξάρτητων επαγγελματιών δημοσιογράφων με καλή πρόσβαση στα γεγονότα. Υπάρχει μια μεγάλη λίστα από μέτρα που πρέπει να λάβουμε, αλλά αισθάνομαι ότι οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη δεν επιθυμούν μια πραγματική αλλαγή».
Τι συνέβη στη Βρετανία; Σταμάτησαν οι Βρετανοί να κερδίζουν από τη συμμετοχή στην Ε.Ε.;
«Σε αντίθεση με την εικόνα που επικρατεί για τη βρετανική οικονομία, τα τελευταία 8 χρόνια ο Βρετανός φτωχός αποδυναμώθηκε πιο γρήγορα από τον Γάλλο, τον Γερμανό, τον Ισπανό ή τον Ιταλό. Επίσης, εδώ και πολλά χρόνια τα βρετανικά ΜΜΕ τα “έτρεχαν” ευρωσκεπτικιστές υπερόπτες, που καλλιέργησαν το αντίστοιχο κλίμα. Σε κάθε περίπτωση, ήταν μεγάλη ανοησία από την πλευρά του Κάμερον να προκηρύξει δημοψήφισμα, όταν όλα τα προηγούμενα δημοψηφίσματα στην Ευρώπη είχαν καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα: “όχι”. Όλοι γνωρίζουν ότι βασικό στοιχείο στα δημοψηφίσματα είναι το συναίσθημα. Γι’ αυτό κι έχουμε αντιπροσωπευτικά κοινοβούλια. Πέρα από όλα αυτά, το Brexit ήταν τελικά η κορύφωση ενός ευρύτερου ρεύματος που επικρατεί σε όλη την Ε.Ε. και επιφυλάσσει ένα κακό μέλλον για την Ευρώπη».
Ποια είναι η γνώμη σας για την Ελλάδα; Αντικατοπτρίζει θεμελιώδη προβλήματα της Ε.Ε. ή πρόκειται για ειδική περίπτωση με τα δικά της χαρακτηριστικά;
«Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη είναι ένα καλό παράδειγμα της μη ρεαλιστικής έπαρσης της Ε.Ε. Ήταν ένα τεράστιο λάθος. Άλλωστε, η δομή της ίδιας της Ευρωζώνης ήταν εξαρχής ένα λάθος».
Πώς αξιολογείτε τη στρατηγική της Γερμανίας στην Ε.Ε. του 21ου αιώνα;
«Η Γερμανία στις αρχές του 2000 εφάρμοσε επώδυνες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες όμως μετασχημάτισαν την οικονομία της. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί, οι οποίοι φοβούνται τον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1920, επιμένουν σήμερα στη λιτότητα.
Συνοπτικά, εκφράζουν τη λογική: “υποφέρεις τώρα για να ευημερήσεις μακροπρόθεσμα”. Γι’ αυτό άνθρωποι όπως ο Σόιμπλε είναι τόσο σκληροί. Έχουν στο μυαλό τους ότι η υπόλοιπη Ευρώπη θα πρέπει να αντιγράψει αυτό το παράδειγμα. Υπάρχει όμως διαφωνία στο εσωτερικό της Ε.Ε. Και το πρόβλημα με τη Γερμανία είναι ότι διαδραματίζει ηγεμονικό ρόλο στην Ε.Ε. Αυτό δεν το ήθελε κανείς από τους Γερμανούς. Αλλά δεν το επιθυμεί και κανείς άλλος. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε».
Θεωρείτε ότι η Ε.Ε. έχει και πρόβλημα επικοινωνίας; Ίσως να μην έχει δώσει στο γήπεδο τη μάχη με τον λαϊκισμό. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Συμφωνώ απολύτως. Παρεμπιπτόντως, αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η επικοινωνία θα πρέπει να φύγει από την Κομισιόν. Να προσλάβουμε πολλούς δημοσιογράφους, από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες, με διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες και να αφήσουμε αυτούς να κάνουν τις ανταποκρίσεις στον τοπικό Τύπο, ενημερώνοντας για την ουσία των θεμάτων και βελτιώνοντας την ποιότητα της ενημέρωσης. Διότι σήμερα η Κομισιόν ενημερώνει για αυτά που θέλει η ίδια να ενημερώσει. Στέκεται στα καλά νέα, ενώ θα πρέπει να επικεντρωθεί στα κακά νέα, τα οποία θα πρέπει να απλοποιήσει κανείς, αναδεικνύοντας τις αληθινές προτεραιότητες».