Skip to main content

Μάχη… και μετά το μνημόνιο

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Σκληρές προμηνύονται οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους των θεσμών το φθινόπωρο για την κατάρτιση του προϋπολογισμού της επόμενης χρονιάς. Η ελληνική πλευρά έχει βάλει ψηλά τον πήχη, καθώς το οικονομικό επιτελείο θέλει να «χωρέσει» την αναστολή της περικοπής των συντάξεων -με «αντάλλαγμα» το πάγωμα ορισμένων ή και του συνόλου των αντιμέτρων- αλλά και την πρόωρη μείωση των φορολογικών συντελεστών. 

Από την άλλη, το ΔΝΤ ήδη διεμήνυσε ότι δεν βλέπει περιθώρια παραγωγής «υπερπλεονάσματος» την επόμενη χρονιά -κάτι που σημαίνει ότι θα αντιδράσει στις προθέσεις της κυβέρνησης να κάνει από το 2019 φορολογικές ελαφρύνσεις-, ενώ οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναμένεται να προσέλθουν με πρόθεση να πιέσουν την ελληνική πλευρά να «τηρήσει» τα συμφωνηθέντα. 

Οι συζητήσεις αναμένεται να γίνουν στο πλαίσιο της πρώτης μεταμνημονιακής αποστολής των θεσμών, η οποία προγραμματίζεται για το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου, και οι τελικές αποφάσεις να ληφθούν πριν από την κατάθεση του οριστικού σχεδίου του προϋπολογισμού στις 20 Νοεμβρίου. Νωρίτερα, στις 5 Νοεμβρίου, η πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και η τήρηση των συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων θα μπουν στην ατζέντα του Eurogroup, το οποίο θα είναι τελικώς και αυτό που θα εγκρίνει την εκταμίευση της πρώτης υποδόσης των 600 εκατ. ευρώ από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs). 

O κυβερνητικός προγραμματισμός προέβλεπε ότι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος θα παρέδιδε μέχρι το τέλος Ιουλίου την έκθεση με τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν με το υπερπλεόνασμα του 2019. Και αυτό προκειμένου να γίνουν οι πρώτες εξαγγελίες από τον πρωθυπουργό με την ολοκλήρωση του 3ου μνημονίου στις 20 Αυγούστου. 

Μετά τις καταστροφές στην Ανατολική Αττική, αυτό το σχέδιο δεν αναμένεται να υλοποιηθεί και πλέον οι ανακοινώσεις μετατίθεται πιθανότατα για τις 8 Σεπτεμβρίου και την ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ. Σε αυτήν τη φάση, το οικονομικό επιτελείο ρίχνει όλο το βάρος στο να προετοιμάσει την ελληνική επιχειρηματολογία εν όψει των συζητήσεων που θα γίνουν με τους θεσμούς στο πλαίσιο της μετά μνημόνιο εποχής. 

Η πορεία εκτέλεσης του φετινού προϋπολογισμού ανάγεται σε θέμα μείζονος σημασίας για το οικονομικό επιτελείο, καθώς το κλείσιμο του φετινού προϋπολογισμού με υπερπλεόνασμα θα επιτρέψει τη διάθεση έκτακτου μερίσματος κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς και θα καταστήσει πιο πειστική την ελληνική επιχειρηματολογία περί παραγωγής υπερπλεονασμάτων και το 2019 κόντρα στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Όσον αφορά τις συζητήσεις για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, αυτή θα συνδεθεί περισσότερο με το αν θα πρέπει να καταργηθούν και τα μέτρα και τα αντίμετρα της επόμενης χρονιάς. 

Κατά την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ακόλουθα σημεία: 

1. Στην πορεία των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Όπως αναφέρει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του, από την περικοπή των δαπανών του ΠΔΕ προήλθε το 2017 η μία από τις 2,5 μονάδες του υπερπλεονάσματος (σ.σ. το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε στο 4,2%, έναντι στόχου 1,7%). Η υπερσυγκράτηση των δαπανών του ΠΔΕ συνεχίζεται και φέτος, καθώς στο πρώτο εξάμηνο οι δαπάνες του ΠΔΕ έχουν περιοριστεί στα 956 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου 1,635 δισ. ευρώ. 

2. Στην πορεία των οικονομικών μεγεθών του ΕΦΚΑ. Μέσω της έκθεσής του, το ΔΝΤ, αναφερόμενο και πάλι στα περσινά δεδομένα, υποστηρίζει ότι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός φορέας της χώρας συνέβαλε στα υπερπλεονάσματα λόγω της καθυστέρησης που παρατηρείται στην έκδοση των νέων συντάξεων. Τα οικονομικά του ΕΦΚΑ θα αποτελέσουν «βαρόμετρο» για το πλεόνασμα και φέτος αλλά και για το 2019. 

3. Στην πορεία των φορολογικών εσόδων. Το 2017 παρατηρήθηκε υστέρηση έναντι των στόχων, ενώ και φέτος η εκκαθάριση των φορολογικών εσόδων ολοκληρώθηκε με το βεβαιωθέν ποσό να είναι μικρότερο κατά 500 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Σε λίγες ημέρες το οικονομικό επιτελείο θα έχει στα χέρια του τα στοιχεία από τις εισπράξεις του Ιουλίου (που είναι και ο πρώτος κρίσιμος μήνας). Το ερώτημα είναι αν από άλλες πηγές, όπως είναι ο ΦΠΑ, ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και οι φόροι παρελθόντων ετών, θα μπορούν να καλυφθούν τα όποια κενά προκύψουν από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. 

Θα τεθεί επισήμως θέμα αναστολής  των περικοπών στις συντάξεις

 H σημερινή πορεία των οικονομικών δεδομένων είναι τέτοια ώστε να διανοίγεται ντε φάκτο πεδίο επαναξιολόγησης της σκοπιμότητας κάποιων παρεμβάσεων, υποστηρίζει με άρθρο του στο περιοδικό που εκδίδει το ΑΠΕ ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το γεγονός ότι η Ελλάδα θα θέσει επισήμως θέμα αναστολής της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς για τους συνταξιούχους. «Στις πρώτες δύο αξιολογήσεις υπήρξαν καθυστερήσεις με βάση το χρονοδιάγραμμα οι οποίες οφείλονταν εν μέρει στην έλλειψη εμπιστοσύνης, όσο και στις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών.

Το ΔΝΤ μπόρεσε σε αυτό το πλαίσιο να επιβάλει τις συντηρητικές του εκτιμήσεις που οδήγησαν στην προώθηση κάποιων μη αναγκαίων μεταρρυθμίσεων λιτότητας όπως η μείωση των συντάξεων το 2019 και του αφορολογήτου το 2020. Ως αντιστάθμισμα διεκδικήσαμε την παράλληλη ψήφιση των λεγόμενων “αντιμέτρων” που αφορούν σε στοχευμένες φοροελαφρύνσεις και σε ενισχυμένες κοινωνικές παροχές. Ωστόσο, η σημερινή πορεία των δεδομένων είναι πολύ καλύτερη και διαψεύδει όχι μόνο τις συντηρητικές αλλά ακόμη και τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις, διανοίγοντας έτσι ντε φάκτο ένα πεδίο επαναξιολόγησης της σκοπιμότητας κάποιων παρεμβάσεων» υποστηρίζει στο άρθρο του ο κ. Λιάκος.

Σχολιάζοντας τα μέτρα για τη διευθέτηση του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup, υποστηρίζει ότι «πάρθηκαν οι κατάλληλες αποφάσεις που θέτουν το ελληνικό χρέος σε ελεγχόμενη τροχιά απομείωσης με τρόπο που δεν θα υπονομεύεται η ανάπτυξη της χώρας και δόθηκαν οι ρητές ευρωπαϊκές εγγυήσεις για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του». Επίσης, προσθέτει ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να επιστρέψει με σίγουρα βήματα στις διεθνείς αγορές και να ανακτήσει τον οικονομικό και πολιτικό της αυτοκαθορισμό».