Στη σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης του οικοσυστήματος τεχνολογίας και καινοτομίας στην Ελλάδα, το οποίο σήμερα έχει συνολική αποτίμηση 4,5 δισ. ευρώ και έχει δημιουργήσει περίπου 6000 θέσεις εργασίας, οδήγησε η έλευση και ενεργοποίηση των σχετικών ιδιωτικών κεφαλαίων (π.χ. Open Fund, Jeremie Funds, Equi-Fund) στη χώρα μας. Την εκτίμηση αυτή διατύπωσε ο Μάρκος Βερέμης, εταίρος του BigPi Venture Capital Fund, μιλώντας στο υβριδικό συνέδριο «Thessaloniki Future Thinking Dialogues».
Ο μεγαλύτερος πλούτος της Ελλάδας βρίσκεται εκτός
Ο κ.Βερέμης έκανε ακόμα λόγο για τρεις βασικές τάσεις στο ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας: η πρώτη αφορά, όπως είπε, το γεγονός ότι ο μεγαλύτερος πλούτος της Ελλάδας βρίσκεται εκτός της χώρας κι ότι υπάρχει πολύ μεγάλη επιτάχυνση των σχετικών επενδύσεων με την αξιοποίηση του δικτύου των Ελλήνων της διασποράς.
Οπως είπε, αν κοιτάξει κάποιος το οικοσύστημα των εταιρειών τεχνολογίας και βιοτεχνολογίας μόνο στην Αμερική και δει τους Ελληνες ιδρυτές, θα συνειδητοποιήσει ότι οι εταιρείες αυτές έχουν συνολική αποτίμηση άνω των 105 δισ. δολαρίων και πολλές από αυτές κοιτάζουν να αποκτήσουν κάποια παρουσία στην Ελλάδα.
«Αυτοί οι άνθρωποι είναι είτε πάρα πολλοί έμπειροι, όπως ο Μπουρλά, ο Παπαδόπουλος και ο Γιανκόπουλος, εταιρείες δηλαδή όπως οι Pfizer, ReGeneron, Biogen, που εκπροσωπούν πλέον πατριάρχες της βιοτεχνολογίας στην Αμερική, είτε και μικρές και μεσαίες εταιρείες. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 21 επενδύσεις στο χαρτοφυλάκιό μας στο BigPi οι 12 αφορούν σε ανθρώπους που είναι έξω και θέλουν να κάνουν όλο το R & D τους στην Ελλάδα» επισήμανε και υπογράμμισε την ανάγκη αξιοποίησης της ελληνικής διασποράς.
Η δεύτερη τάση αφορά, κατά τον κ.Βερέμη, το γεγονός ότι η φυσική χωροθέτηση ενός γραφείου ή μιας εταιρείας παίζει πλέον μικρότερο ρόλο σε σχέση με το παρελθόν, κάτι που επιτάχυνε η πανδημία. Οπως είπε, πάρα πολλοί Έλληνες που έφυγαν για να εργαστούν στο εξωτερικό με το κύμα του brain drain είναι πλέον πιθανό να επιστρέψουν, χάρη σε αυτή την τάση, ενώ παράλληλα, ενδέχεται να έρθουν στην Ελλάδα εξειδικευμένοι εργαζόμενοι από τις γύρω χώρες, προκειμένου να εργαστούν εδώ.
Στρατηγικό πλεονέκτημα της Ελλάδας στην ανάπτυξη «βαθιάς τεχνολογίας»
Η τρίτη τάση έχει να κάνει με το συγκριτικό πλεονέκτημα που η Ελλάδα μπορεί να διαθέτει, κατά τον κ. Βερέμη, στο λεγόμενο «deep tech», τη βαθιά τεχνολογία, χάρη στο υψηλό επίπεδο των ερευνητών της. Σύμφωνα με τον κ. Βερέμη, αν μέχρι πρότινος η τεχνολογία βασιζόταν σε Marketplaces και μέγεθος αγοράς – κάτι που «γέννησε» εταιρείες όπως οι UBER και η AirBnB, με έδρα τη μεγάλη αγορά των ΗΠΑ – το γεγονός ότι πλέον το κέντρο βάρους τοποθετείται στο ίδιο το προϊόν, προσφέρει στην Ελλάδα και τους δυνατούς ερευνητές της ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Ο εταίρος του BigPi και συνιδρυτής της Upstream σημείωσε ακόμα ότι το ελληνικό κράτος έχει πλέον εναρμονιστεί με την προσπάθεια που ξεκίνησε ανεξάρτητα από αυτό, και σε επίπεδο νομοθεσίας και θεσμικού πλαισίου έχουν αρχίσει να γίνονται κάποιες αλλαγές, που βοηθούν σημαντικά το οικοσύστημα καινοτομίας στη χώρα.
Πάνω από 14.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργήσει το 2019 οι επιχειρήσεις του δικτύου της Endeavor Greece, οι οποίες παρουσιάζουν αθροιστικά ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 35%, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο, Παναγιώτη Καραμπίνη.
Η Εndeavor, που έχει παρουσία στην Ελλάδα από το 2012, έχει επιλέξει παγκοσμίως για να εντάξει στο δίκτυό της περίπου 2100 εταιρείες, με συνολικό τζίρο 26,8 δισ. δολ. Ο κ.Καραμπίνης χαρακτήρισε ως μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα το μεγάλο μέγεθος της Endeavor, το δίκτυο της οποίας απλώνεται σε 40 χώρες, προσφέροντας στις ελληνικές επιχειρήσεις πρόσβαση σε έναν διευρυμένο «χάρτη».
Αναφερόμενος ειδικά στη Θεσσαλονίκη, σημείωσε ότι μετά και τις επενδύσεις εταιρειών όπως η Pfizer, η Deloitte και η Cisco στην πόλη, η περιοχή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα επόμενα χρόνια. Γνωστοποίησε δε, ότι στα πλάνα της Endeavour για τα επόμενα χρόνια είναι η δημιουργία γραφείων και στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεργάζεται με 20 εταιρείες, διευκολύνοντας την πρόσβασή τους σε διεθνείς αγορές και επενδυτές.
Τη σημασία της εγγύτητας των funds στις ομάδες που στηρίζουν, ώστε να διευκολύνουν το «πέρασμά» τους στην αγορά και την επαφή με τους πιθανούς πελάτες (μοντέλο «hands-on development»), υπογράμμισε ο Κωνσταντίνος Λάφκας, συνιδρυτής και εταίρος του Uni.Fund, το οποίο στόχο έχει να φέρει τα πανεπιστήμια κοντά στην επιχειρηματικότητα. Υπενθύμισε ότι το Uni.Fund, μεγέθους 30 εκατ. ευρώ, έχει επενδύσει μέχρι στιγμής σε 23 εταιρείες γύρω από την τεχνολογία σε όλη την Ελλάδα, από τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κρήτη και από τα Ιωάννινα μέχρι την Πάτρα και έχει αξιολογήσει πάνω από 1000 περιπτώσεις επιχειρήσεων προς χρηματοδότηση, ενώ το μέσο ticket είναι γύρω στις 350.000 ευρώ. Πρόσθεσε ότι, κατά τη γνώμη του το Equi-fund αποτέλεσε το «καύσιμο» για την ανάπτυξη του οικοσυστήματος καινοτομίας στην Ελλάδα τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια, γιατί νωρίτερα δεν υπήρχε δυνατότητα χρηματοδότησης. Επίσης, πρόσθεσε, οι θερμοκοιτίδες και επιταχυντές που έγιναν κατά τη διάρκεια της κρίσης και νωρίτερα βοήθησαν πάρα πολύ.
Kατά τον κ.Λάφκα, τα επενδυτικά ταμεία δεν έχουν σήμερα κάθετη εξειδίκευση σε έναν τομέα, αλλά στα επόμενα χρόνια θα δούμε κατά πάσα πιθανότητα πιο στοχευμένα επενδυτικά σχήματα και οχήματα, κάτι που θα βοηθήσει και την ευκολότερη πρόσβαση των ελληνικών ομάδων στις διεθνείς αγορές. Συμπλήρωσε πως στα επόμενα χρόνια σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του οικοσυστήματος θα παίξουν ακόμα οι επιχειρηματικοί άγγελοι και οι θερμοκοιτίδες, που βοηθούν τις μικρές επιχειρήσεις να ωριμάσουν πριν φτάσουν στο «κατώφλι» των funds. O κ. Λάφκος εξήρε επίσης τη συνεισφορά που μπορούν να έχουν οι μεγάλες εταιρείες, που ερχόμενες πιο ενεργά κοντά στο οικοσύστημα καινοτομίας, μπορούν να συμβάλλουν στο καλύτερο business validation και στην παραγωγή του Proof of concept των προϊόντων των μικρότερων επιχειρήσεων.
Μπορεί η Θεσσαλονίκη να γίνει Βοστόνη;
Απαντώντας σε κοινό ερώτημα προς τους τρεις συμμετέχοντες στο πάνελ, σε σχέση με το αν η Θεσσαλονίκη μπορεί να εξελιχθεί στη Βοστόνη της Ελλάδας, ο κ. Καραμπίνης σημείωσε ότι η πόλη χρειάζεται να βρει το δικό της αφήγημα και να «κοιτάξει» πώς λειτουργούν οικοσυστήματα, τα οποία είναι μεν αποδοτικά, αλλά λιγότερο ανεπτυγμένα από αυτό, π.χ. της Silicon Valley. Πρόσθεσε ότι η Θεσσαλονίκη έχει πρωτοφανείς ευκαιρίες σήμερα και είναι αρκετά ανταγωνιστική και η γεωγραφική της θέση, οπότε μπορεί να εξελιχθεί σε ένα hub τεχνολογίας και καινοτομίας για τα Βαλκάνια.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο κ.Λάφκας, ο οποίος σημείωσε ότι η επιδίωξη για τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να είναι να γίνει η καλύτερη δυνατή εκδοχή της, και μπορεί να το πετύχει, κοιτάζοντας και αντιγράφοντας καλές πρακτικές από οικοσυστήματα που ταιριάζουν στην πόλη.
Κατά τον κ.Βερέμη, τέλος, το μεγαλύτερο στοίχημα για τη Θεσσαλονίκη σήμερα είναι τα πανεπιστήμιά της να αξιοποιήσουν την παρουσία στην πόλη μεγάλων εταιρειών όπως η Pfizer. Συμπλήρωσε δε, ότι σε μια εποχή που ολόκληρη η Ευρώπη υποφέρει από έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, η Θεσσαλονίκη μπορεί να λειτουργήσει ως το ιδανικό μέρος για την προσέλκυση εργαζομένων από όλες τις γύρω χώρες και να γίνει «το σπίτι του φρέσκου κοσμοπολίτικου ταλέντου» της περιοχής.
Τη συζήτηση συντόνισε ο πρόεδρος της ΔΕΘ-Helexpo AE και της «Τεχνόπολης», Τάσος Τζήκας, ο οποίος κάλεσε τους συμμετέχοντες να επισκεφθούν την έκθεση Beyond 4.0. τον Οκτώβριο.