Πρόοδο στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να συνεχιστούν τα μέτρα στήριξης το επόμενο διάστημα διαπιστώνει η 10η έκθεση των θεσμών στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Στην έκθεση περιλαμβάνεται και η νέα έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με την οποία ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ κινείται πτωτικά από το 2021 και μετά, υποχωρώντας κάτω από το 200% το 2023. Η έκθεση είναι θετική και ουσιαστικά ανάβει το «πράσινο φως» στο Eurogroup του Ιουνίου για την απόφαση εκταμίευσης των κερδών από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες ύψους 748 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με την έκθεση των θεσμών, η Ελλάδα το Νοέμβριο του 2021 θα προχωρήσει στην νομοθέτηση μια σημαντικής μεταρρύθμισης για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ καθώς θα υλοποιηθεί η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών ενώ πλέον η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ για το 2022 δεν θα γίνει τον Αύγουστο του 2022 αλλά από το Μάρτιο του επόμενου έτους ώστε να μοιραστεί μέσα στο 2022 και να μην χρειάζεται οι φορολογούμενοι, μέσα στο β΄εξάμηνο κάθε έτους να έχουν να πληρώσουν το φόρο εισοδήματος και τον ΕΝΦΙΑ.
Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις δέουσες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται από την πανδημία. «Οι αρχές πραγματοποίησαν μια σειρά από θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την τρέχουσα οικονομική κρίση και την ενίσχυση της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει επιτυχώς το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας.
Στην έκθεση επιβεβαιώνεται ότι η αναπροσαρμογή του ΕΝΦΙΑ με βάση τις νέες αντικειμενικές θα γίνει με τα εκκαθαριστικά τον Αύγουστο του 2022.Μέσα στις επόμενες ημέρες θα έρθει το νέο εργασιακό στη Βουλή, ενώ έως το τέλος Ιουλίου θα πρέπει να γίνει η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού. Γίνεται ειδική αναφορά στο νέο πτωχευτικό, στον Ηρακλή, στην ενίσχυση της ΑΑΔΕ, στη «σημαντική αναθεώρηση του πλαισίου δημοσίων συμβάσεων», στο στόχο για 30% κεντρικές προμήθειες στην υγεία, στην ενίσχυση του ΑΣΕΠ και όχι μόνο. Επίσης καταγράφει πρόοδο στην παράταση του προγράμματος “Ηρακλής” που συνετέλεσε στο να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια από το 40% το 2019 στο 30,2% στο τέλος του 2020, καθώς θα βοηθήσει την ταχύτερη εξυγίανση των τραπεζών. Αναφέρεται στην επίτευξη του στόχου για 30% κεντρικές κρατικές προμήθειες στο τομέα της υγείας και τον εκσυγχρονισμό του ΑΣΕΠ.
Όσον αφορά τις μειώσεις φόρων και εισφορών, η έκθεση επισημαίνει ότι τα μέτρα ελάφρυνσης προβλέπεται να συνεχιστούν και το 2022. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και το φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα θα παραμείνουν σε ισχύ επίσης το 2022. Υπενθυμίζουν τις αποφάσεις για μείωση της προκαταβολής φόρου για τις επιχειρήσεις στο 70% το 2021 και στο 80% από το 2022 και μετά. Αυτό το μέτρο στοχεύει στη διαφύλαξη της ρευστότητας και των ιδιωτικών επενδύσεων, διότι οι επιχειρήσεις θα αντιμετωπίζουν διαφορετικά έναν σχεδόν 50% πραγματικό φορολογικό συντελεστή όταν επιστρέφουν στην κερδοφορία, γεγονός που θα αποτελούσε μείζον κίνδυνο για ιδιωτικές επενδύσεις. Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση χαρακτηρίζουν οι θεσμοί και η μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων στο 22% από 24% καθώς όπως τονίζεται, συμβάλει στην αντιμετώπιση της μεγάλης φορολογικής επιβάρυνσης των εταιρειών. Ο αντίκτυπος αυτού του μέτρου θα αντισταθμιστεί από τη μόνιμη αύξηση των εσόδων του λογαριασμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας που εφαρμόζεται από το 2021 και μετά, ιδίως από τα δικαιώματα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου και από την καθιέρωση ενός πράσινου τέλους στην κατανάλωση ντίζελ.
Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην εμβολιαστική διαδικασία, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, η αβεβαιότητα παραμένει. Αυτό έχει επιπτώσεις στους τομείς του τουρισμού και στον τομέα των υπηρεσιών οι οποίοι αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο της ελληνικής οικονομίας. Η αβεβαιότητα αφορά επίσης την ταχύτητα ανάκαμψης των επιχειρήσεων και του τραπεζικού τομέα μετά τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πίεση για τη ρευστότητα και ενδεχομένως τη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων. Οι επιπτώσεις εκτιμάται ότι θα μετριαστούν μέσω της εφαρμογή του προγράμματος επιδότησης των επιχειρηματικών δανείων. Τα εμπόδια στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά αναμένεται να μειωθούν μέσω μέτρων που παρουσιάζονται στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας βραχυπρόθεσμα θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης της αγοράς εργασίας, τα οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προσεκτικά. Οι εξωτερικοί γεωπολιτικοί παράγοντες και η πιθανή επανεμφάνιση της μεταναστευτικής κρίσης όταν η πανδημία υποχωρήσει παραμένει πηγή αβεβαιότητας. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των καταθέσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα μπορούσαν να αυξήσουν την κατανάλωση. Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η αβεβαιότητα σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές συνεπάγεται αρνητικούς κινδύνους για την προβλεπόμενη πορεία.
Για το ΑΕΠ εκτιμάται ότι από αύξηση 4,1% το 2021 και 6% το 2022, το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης θα φτάσει στο 2,4% και 1,7% το 2024. Η επιβράδυνση είναι ακόμα μεγαλύτερη στη συνέχεια, με ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ κατά 0,7% το 2030. Για το 2040 εκτιμάται άνοδος του ΑΕΠ κατά 1,7%, για το 2050 κατά 1,6% και το 2060 κατά 1,5%. Γίνεται ωστόσο σαφές πως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η πορεία του ΑΕΠ δεν ενσωματώνει το Σχέδιο Ανάκαμψης.
Στο 168,8 % του ΑΕΠ το χρέος το 2030
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους δείχνουν ότι στο βασικό σενάριο το χρέος είναι βιώσιμο με το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ να κινείται πτωτικά από το 2021 και μετά. Το χρέος αναμένεται να φθάσει το 168,8% του ΑΕΠ έως το τέλος της δεκαετίας και να μειωθεί κάτω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2047 στο βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το αποτέλεσμα λαμβάνει υπόψη του τον αναμενόμενο θετικό αντίκτυπο που θα έχουν στην ελληνική οικονομία τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης την επόμενη 6ετία. Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους συνοδεύεται από 2 εναλλακτικά σενάρια που καταγράφουν και τους κινδύνους.
Οσον αφορά την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, αυτό θα συμβεί το 2023 όπου θα φτάσουν στο 2,2% του ΑΕΠ και θα διατηρηθούν για δεκαετίες
Στην έκθεση δεν καταγράφεται η μακροχρόνια επίπτωση στην ανάπτυξη από τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του σχεδίου ανάκαμψης. «Αντιθέτως, υπάρχουν κίνδυνοι που απορρέουν από την αβεβαιότητα που σχετίζεται με ενδεχόμενες υποχρεώσεις έναντι του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων που χορηγούνται σε επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή στο πλαίσιο του «Ηρακλή». Επίσης αναφέρει και το σενάριο ανόδου των επιτοκίων.
Για τη γενική ρήτρα διαφυγής που ενεργοποιήθηκε σε συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 2020 και παραμένει ενεργή το 2021, εξηγεί πως επιτρέπει προσωρινή απόκλιση από τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας που παρακολουθείται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, αλλά «υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα».
η Επιτροπή θεωρεί ότι «πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη συνέχιση της εφαρμογής της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2022 και για την απενεργοποίησή της από το 2023» και εξηγεί πως οι ειδικές για κάθε χώρα καταστάσεις θα συνεχίσουν να λαμβάνονται υπόψη μετά την απενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής.
Σε ξεχωριστό κείμενο για την πρόταση Γνωμοδότησης του Συμβουλίου αναφορικά με το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατατέθηκε στο τέλος Απριλίου στην Κομισιόν, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να πετύχει τις δέουσες συγκεκριμένες δεσμεύσεις της, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκαλούνται λόγω της πανδημίας. Οι αρχές πραγματοποίησαν μια σειρά από θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διαχειριση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων από την τρέχουσα οικονομική κρίση και την ενίσχυση της ικανότητας της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει επιτυχώς το Σχέδιο Ανάκαμψης.
Παράλληλα, συστήνουν
* το 2022, η Ελλάδα να χρησιμοποιήσει το Σχέδιο Ανάκαμψης για να χρηματοδοτήσει πρόσθετες επενδύσεις για την ενίσχυση της ανάκαμψης, ακολουθώντας συνετή δημοσιονομική πολιτική, διατηρώντας όμως τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις
* όταν το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, να ακολουθήσει δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Ταυτόχρονα να ενισχύσει τις επενδύσεις και την αναπτυξιακή δυναμική
* να δώσει έμφαση στη σύνθεση των δημόσιων οικονομικών, τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και των δαπανών. Αλλά και του προϋπολογισμού, και από την ποιότητα των δημοσιονομικών μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστεί μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη. Να δώσει έμφαση σε βιώσιμες και αναπτυξιακές επενδύσεις, στηρίζοντας την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, όπως και στις δημοσιονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν την παροχή χρηματοδότησης σε προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής και θα συμβάλουν στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της κάλυψης, της επάρκειας και της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας και κοινωνικής προστασίας για όλους.
Ραλλού Αλεξοπούλου