Από την έντυπη έκδοση
Συνέντευξη στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Τη συνεπή εφαρμογή του μνημονίου, με την οποία η Κύπρος διασφάλισε ότι η παρουσία της τρόικας δεν θα ήταν αναγκαία «ούτε μία μέρα περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί», υπερασπίζεται σε συνέντευξη στη «Ν» ο υπουργός Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Χάρης Γεωργιάδης, τονίζοντας ότι έως τον Μάρτιο το πρόγραμμα προσαρμογής θα αποτελεί παρελθόν.
«Η προοπτική του Grexit ήταν υπαρκτή, εκεί οδηγούνταν τα πράγματα», τονίζει ο κ. Γεωργιάδης κληθείς να ανατρέξει στην επτάμηνη διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους το 2015. Μιλά δε για αστείρευτες αλλά ανεκμετάλλευτες δυνατότητες της Ελλάδας, «λόγω σοβαρών διαχρονικών στρεβλώσεων και αγκυλώσεων», συστήνοντας «λιγότερους φόρους και περισσότερες μεταρρυθμίσεις».
Πώς διαμορφώνεται το οικονομικό περιβάλλον στην Κύπρο και πότε ακριβώς εκτιμάτε ότι θα σημειωθεί η οριστική και ασφαλής έξοδος από το μνημόνιο;
«Η οικονομική κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη. Μπήκαμε στο μνημόνιο το 2013 με την οικονομία σε ύφεση και εξερχόμαστε με θετικό ρυθμό ανάπτυξης, γύρω στο 1,5% και με προοπτική περαιτέρω ενίσχυσης το 2016 και το 2017. Το τραπεζικό σύστημα ήταν υπό κατάρρευση και το έχουμε σταθεροποιήσει. Παραλάβαμε έλλειμμα κοντά στο 6%, άδεια δημόσια ταμεία, τη χώρα εκτός διεθνών αγορών και χωρίς πρόγραμμα στήριξης. Εκτοτε, έχουμε ουσιαστικά ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό, έχουμε επαρκή ρευστά διαθέσιμα, έχουμε αποκαταστήσει την αξιοπιστία της χώρας, την πιστοληπτική ικανότητα και την πρόσβαση στις αγορές. Προκλήσεις και δυσκολίες ασφαλώς παραμένουν, αλλά είμαστε έτοιμοι, μέχρι τον Μάρτιο, να ολοκληρώσουμε το πρόγραμμα στήριξης».
Είναι σε θέση το σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων να αλλοιώσουν το βασικό σενάριο για την Κύπρο στην τελική ευθεία;
«Οχι, η έξοδος είναι οριστική. Ούτε και θα χρειαστούμε παράταση, νέο πρόγραμμα ή πιστωτική γραμμή. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι πράγματι σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, όμως η ανάκαμψη της οικονομίας και οι νέες νομοθεσίες που έχουμε θεσπίσει, δηλαδή το πλαίσιο αφερεγγυότητας, εκποιήσεων και πώλησης δανείων, έχουν ξεκινήσει να φέρνουν αποτελέσματα. Θα χρειαστεί, βέβαια, χρόνος για τη δραστική αποκλιμάκωση, αλλά το πρόβλημα είναι διαχειρίσιμο. Τις ιδιωτικοποιήσεις τις θέλουμε και τις χρειαζόμαστε. Σε αυτό το ζήτημα έχουμε ξεμείνει σε δομές και διαδικασίες που δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες μιας σύγχρονης οικονομίας.
Γι’ αυτό και προωθούμε ένα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και αδειοδοτήσεων. Θεωρώ πως η περίπτωση των λιμανιών και του νέου μεγάλου καζίνο θα προχωρήσουν. Πρέπει όμως να γίνουν βήματα και σε σχέση με τη CYTA, που είναι ο αντίστοιχος ΟΤΕ. Αυτό, κατ’ ακρίβεια, είναι το τελευταίο προαπαιτούμενο που μας χωρίζει από την επιτυχή ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης. Η μετατροπή, δηλαδή, της CYTA σε εταιρεία ιδιωτικού δικαίου που θα παραμείνει, αρχικά, στα χέρια του κράτους αλλά θα επιτρέψει, παράλληλα, την αναζήτηση στρατηγικού συνεργάτη-επενδυτή. Το ζήτημα είναι στη Βουλή και ελπίζω να ληφθεί θετική απόφαση, παρά τις επιφυλάξεις που έχουν εκφραστεί. Αλλά επαναλαμβάνω, το πρόγραμμα ούτως ή άλλως τελειώνει».
Εχετε υπογραμμίσει ότι, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της στενής εποπτείας από τους εταίρους και πιστωτές, παραμένουν μεγάλες προκλήσεις στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Ποιες θα ξεχωρίζατε και τι θα λέγατε ότι διασφαλίζει τη μεταρρυθμιστική «συνέχεια» στην Κύπρο;
«Αυτό είναι γεγονός. Θεωρώ πως παρά τη σημαντική πρόοδο υπάρχουν ακόμη πολλά που πρέπει να γίνουν. Ξεπεράσαμε τους κινδύνους, στεκόμαστε στα πόδια μας, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η Κύπρος μπορεί να καταστεί ακόμη πιο ανταγωνιστική και παραγωγική ως οικονομία και αυτό σημαίνει πως η μεταρρυθμιστική προσπάθεια πρέπει να είναι διαρκής. Σας έλεγα για τις ιδιωτικοποιήσεις. Θα μπορούσα να προσθέσω την ανάγκη μεταρρύθμισης της δημόσιας υπηρεσίας και της δημόσια υγείας. Πρέπει επίσης να απλοποιήσουμε διαδικασίες και να πατάξουμε τη γραφειοκρατία. Να δημιουργήσουμε ένα κράτος ακόμη πιο φιλικό προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Σε αυτούς τους άξονες θα κινηθούμε το επόμενο διάστημα. Και δεν είναι μόνο οι μεταρρυθμίσεις. Τα ίδια ισχύουν και για τα δημόσια οικονομικά. Η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών πρέπει να παραμείνει συνετή και μετά την ολοκλήρωση του μνημονίου. Δεν πρέπει ποτέ να επιστρέψουμε στην πολιτική των ελλειμμάτων. Τα ελλείμματα, ας το καταλάβουμε, τα πληρώνουν τελικά οι φορολογούμενοι με επιβαρύνσεις που υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική. Συνεπώς πρέπει να συνεχίσουμε την προσπάθεια με την ίδια συνέπεια, με την ίδια ένταση και με δική μας πλέον ευθύνη».
Ποια είναι σε αυτήν τη φάση η δυναμική στον τομέα των επενδύσεων στην Κύπρο και ποιοι τομείς συγκεντρώνουν τις υψηλότερες προσδοκίες;
«Η Κύπρος ήταν και παραμένει ένας ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Τομείς όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι επιχειρηματικές υπηρεσίες απέδειξαν ότι διαθέτουν αντοχές και προοπτικές. Νέοι τομείς όπως ο ενεργειακός, περιλαμβανομένων των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, επίσης δημιουργούν υψηλές προσδοκίες. Αλλά και ο τομέας των ακινήτων, που ήταν αυτός που επλήγη περισσότερο από την κρίση, δείχνει ότι μπαίνει σιγά σιγά σε πορεία ανάκαμψης με πρώτη θετική ένδειξη την αύξηση των πωλήσεων κατά 9% τη χρονιά που μας πέρασε».
Τι αποτύπωμα έχουν αφήσει στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου οι παρεμβάσεις των τελευταίων ετών; Σε ποιον βαθμό έχουν εξυγιανθεί οι κυπριακές τράπεζες και επίσης σε ποιον βαθμό παραμένει η Κύπρος ελκυστικό χρηματοπιστωτικό κέντρο;
«Δεν θα ήταν υπερβολή εάν έλεγα πως μόνο το όνομα των κυπριακών τραπεζών έχει μείνει το ίδιο. Ολα τα άλλα έχουν αλλάξει. Εχουμε σήμερα νέες διοικήσεις, νέους ιδιοκτήτες που περιλαμβάνουν σημαντικούς ξένους επενδυτές, βελτιωμένη εταιρική διακυβέρνηση και ένα πολύ πιο αυστηρό εποπτικό πλαίσιο. Υπάρχει κεφαλαιουχική επάρκεια και η εμπιστοσύνη των καταθετών έχει αποκατασταθεί. Μπορέσαμε έτσι να άρουμε τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί στην κορύφωση της κρίσης.
Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ πως η Κύπρος, ως κέντρο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, δεν θα πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε έναν διογκωμένο τραπεζικό τομέα. Η ελκυστικότητα της Κύπρου και το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αυτού του τομέα σχετίζεται με την τεχνογνωσία που έχει αποκτηθεί, την εξειδίκευση, το αξιόπιστο νομοθετικό πλαίσιο και ασφαλώς το σταθερό και ανταγωνιστικό φορολογικό καθεστώς, το οποίο διαφυλάξαμε ως κόρη οφθαλμού. Μάλιστα, μπορώ να σας πω πως ήδη από την περασμένη χρονιά προωθήσαμε και εφαρμόσαμε μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση του φορολογικού πλαισίου, με στοχευμένα κίνητρα και ελαφρύνσεις στον τομέα των ακινήτων, της ναυτιλίας, αλλά για νέες επενδύσεις. Και αυτός είναι ο προσανατολισμός και για την περίοδο που έχουμε μπροστά μας».
Καθώς απομένει πλέον λίγος καιρός για την ολοκλήρωση της διαδικασίας που υπαγόρευσε ο έκτακτος μηχανισμός στήριξης της Ευρωζώνης, θα λέγατε ότι ο ίδιος εφαρμόσατε μέχρι τώρα το πρόγραμμα ως αναγκαίο κακό ή ως ένα σχέδιο το οποίο θα υλοποιούσατε και χωρίς τις αξιώσεις των πιστωτών;
«Ποτέ δεν έχουμε παρουσιάσει τις μεταρρυθμίσεις και τις κινήσεις εξυγίανσης μέσα από τον φακό των επιφυλάξεων και της άρνησης. Αντίθετα, αντικρίσαμε την κρίση ως ευκαιρία να προωθήσουμε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που για χρόνια αναβάλλαμε. Είδαμε δηλαδή την κρίση ως ευκαιρία για να διορθώσουμε τα του οίκου μας. Την παρουσία της τρόικας την αντικρίσαμε ως αναπόφευκτη αλλά προσωρινή. Εφαρμόζοντας το μνημόνιο σε έναν πολύ ικανοποιητικό βαθμό, διασφαλίσαμε ότι η παρουσία της τρόικας δεν θα ήταν αναγκαία ούτε μία μέρα περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά προγραμματιστεί».
Πώς αξιολογείτε την εξέλιξη του ελληνικού προγράμματος και σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι τα πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση; Σημειωτέον, το 2016 προβλέπεται ως ένα ακόμη «υφεσιακό» έτος για την Ελλάδα.
«Υπάρχει σίγουρα μια σαφώς βελτιωμένη εικόνα για την Ελλάδα. Αλλά επιτρέψτε μου να επαναλάβω μια γενικότερη διαπίστωση την οποία έχω εκφράσει και στο Eurogroup. Θεωρώ πως η Ελλάδα διαθέτει αστείρευτες δυνατότητες και τεράστια παραγωγική προοπτική. Αυτή όμως η προοπτική παραμένει ανεκμετάλλευτη λόγω σοβαρών διαχρονικών στρεβλώσεων και αγκυλώσεων. Επιβάλλεται συνεπώς μια τολμηρή και φιλόδοξη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που θα απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Η δική μου σύσταση θα ήταν λιγότεροι φόροι και περισσότερες μεταρρυθμίσεις».
Εχετε δηλώσει ότι το 2015 βρεθήκατε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση στα Eurogroup της 7μηνης διαπραγμάτευσης από την τότε νεοεκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση. Συγκέντρωνε τότε πραγματικά αυξημένες πιθανότητες η προοπτική ενός «Grexit»;
«Ναι, η προοπτική του Grexit ήταν υπαρκτή. Εκεί οδηγούνταν τα πράγματα και θα ήταν αναμφίβολα μια καταστροφική εξέλιξη για την Ελλάδα. Είμαι όμως ανακουφισμένος που αυτός ο κίνδυνος έχει ξεπεραστεί. Ξέρω πως ήταν δύσκολη η απόφαση του πρωθυπουργού, ήταν όμως υπεύθυνη και σωστή».