Skip to main content

«Το Eurogroup δεν βιάζεται, ο χρόνος πιέζει την Ελλάδα»

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Την ολοκλήρωση της αξιολόγησης παρ’ όλες τις τεχνικές διχογνωμίες γύρω από τα επιπλέον -προληπτικά- μέτρα ύψους 3,6 δισ., ενδεικτικά της «τεράστιας έλλειψης εμπιστοσύνης» των πιστωτών προς την ελληνική κυβέρνηση, καθώς και τη δρομολόγηση αποφάσεων για το χρέος, που θα αφορούν την περίοδο μετά το 2022, προκρίνουν ευρωπαϊκές πηγές ως το επικρατέστερο σενάριο στη διαπραγμάτευση επί του ελληνικού προγράμματος. Όσο για το μίγμα των μέτρων; «Στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να περάσεις φόρους παρά να μειώσεις δαπάνες» είναι η χαρακτηριστική αποστροφή συνομιλητή της «Ν», ο οποίος αντικατοπτρίζει το σκεπτικό των θεσμών στη διαπραγμάτευση.

Η εκτίμηση περί θετικής, έστω και καθυστερημένης, έκβασης των διαβουλεύσεων εδράζεται σε μια διττή πραγματικότητα που περιγράφεται ως εξής: Η Ευρώπη διανύει μια ιδιαίτερα απαιτητική συγκυρία (βλ. Brexit, προσφυγικό) και ως εκ τούτου επιδιώκει να κλείνει αντί να ανοίγει, πόσο μάλλον να αναβιώνει, μέτωπα κρίσεων. Ωστόσο, «το Eurogroup δεν βιάζεται». Πρακτικά, ο χρόνος μετρά σε βάρος της Ελλάδας, η οποία από εδώ και στο εξής φέρεται να αντιμετωπίζει ουσιαστικό πρόβλημα ρευστότητας. Ειδικότερα, «η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να φτάσει στην πληρωμή των δόσεων (χρέους) του Ιουλίου χωρίς οικονομικές συνέπειες», την ώρα που καταθέσεις μειώνονται και επενδύσεις απομακρύνονται εν μέσω νέου κύκλου αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία.

Σχολιάζοντας τα σενάρια περί ενδεχόμενων πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, με πρωτοβουλία του Μεγάρου Μαξίμου, Ευρωπαίοι παράγοντες δηλώνουν πως αδυνατούν να τα κατανοήσουν με βάση την κοινή λογική. Πιστώνουν δε στην κυβέρνηση Τσίπρα ότι νομοθετεί δύσκολα οικονομικά μέτρα χωρίς ιδιαίτερες κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά ταυτόχρονα μεταφέρουν την αίσθηση ότι εξαντλεί τις δυνάμεις της στη διαχείριση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το «μνημόνιο» χωρίς να προκρίνει μια ευρύτερη στρατηγική για την ελληνική οικονομία.

Μέχρι στιγμής πάντως δεν έχει ξεκαθαριστεί αν είναι τα επιπρόσθετα μέτρα ή το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους -πάγια αξίωση του ΔΝΤ- που καθυστερούν στην πραγματικότητα την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Βασικά, το ένα λειτουργεί ως βολική δικαιολογία για το άλλο. Πάντως, δεν μπορώ να δω πώς η τελική φόρμουλα διασφάλισης των προληπτικών μέτρων είναι σε θέση να δημιουργήσει μείζον πρόβλημα στη διαπραγμάτευση. Εφόσον δέχεσαι τα μέτρα, βρίσκεις και τον τρόπο», αναφέρει χαρακτηριστικά πηγή με καλή εικόνα των διεργασιών στο Eurogroup.

Όσο για τις τελευταίες -ελαφρώς βελτιωμένες σε σύγκριση με τις προηγούμενες- προβλέψεις της Eurostat αναφορικά με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, δεν φαίνεται να επηρεάζουν το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό και από την αντίδραση του ΔΝΤ. Οι προβλέψεις αυτές απέχουν άλλωστε παρασάγγας από τις αρχικές εκτιμήσεις -όχι για ύφεση αλλά- για ανάπτυξη τη 2ετία 2015-16, προτού μεσολαβήσουν οι πολιτικές εξελίξεις με την ευκαιρία της εκλογής ΠτΔ.  

Σε κάθε περίπτωση, επικρατεί πλέον σαφώς η εντύπωση ότι αναμένονται εξελίξεις στο ζήτημα του χρέους, συγκεκριμένα σε επίπεδο μάλλον αναμενόμενων αποφάσεων που θα αφορούν πρακτικά την περίοδο μετά το 2022 και θα αποκλείουν το «κούρεμα» ελληνικών ομολόγων. Ειδικότερα, εκφράζεται η άποψη ότι η Γερμανία χρειάζεται το ΔΝΤ στην Ελλάδα και επίσης είναι ώρα η Ευρωζώνη να εκπέμψει την εικόνα ενός βιώσιμου προγράμματος.

Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι ευρωπαϊκές πηγές αναγνωρίζουν πως η πορεία υλοποίησης του προγράμματος έχει παραμερίσει τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας, καθώς εξαντλείται στη βραχυπρόθεσμη διαχείριση των αριθμών. Σε ό,τι αφορά την εκτίμηση του ευρωπαϊκού σκέλους των θεσμών, αυτό συμβαίνει διότι αφενός εκδηλώνεται πλέον μια «κούραση» με την περίπτωση της Ελλάδας, αφετέρου παράγοντες που εμπλέκονται στη διαδικασία υιοθετούν μια στενά τεχνική προσέγγιση αδυνατώντας να σκεφτούν «έξω από το κουτί».

Ως προς το μίγμα των μέτρων στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, οι θεσμοί δεν θεωρούν ρεαλιστικό να εμείνουν σε θέματα περικοπής δαπανών, που θα απέτρεπαν την περαιτέρω επιβολή φόρων, λόγω των σθεναρών αντιστάσεων του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Στην πράξη, δύο πράγματα είναι σε θέση να κινητοποιούν πλέον το ενδιαφέρον των πιστωτών στην ελληνική υπόθεση: ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός (με οποιονδήποτε τρόπο) και το ελληνικό χρέος (ζήτημα ακανθώδες στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη).

Σημειωτέον, στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων γίνεται λόγος για χαμηλές προσδοκίες, υπό την επισήμανση ότι «υπογράφονται ιδιωτικοποιήσεις στα χαρτιά για να υπονομευτούν στην πράξη».