Skip to main content

TτΕ: Η ακτινογραφία των κόκκινων δανείων και πώς θα μειωθούν

Το επίμονα υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων και η αδυναμία κερδοφορία παραμένουν τα μεγάλα αγκάθια για το τραπεζικό σύστημα, που δεν είναι σε θέση ακόμη να ανοίξει τις στρόφιγγες και να στηρίξει την ανάπυξη, παρά την επιταχυνόμενη επιστροφή των τραπεζικών καταθέσεων, την ενίσχυση της ρευστότητας και τον μηδενισμό της εξάρτησης από τον έκτακτο μηχανισμό του ELA. Αυτο επισημαίνεται στην έκθεση τη ΤτΕ, η οποία και καλεί τράπεζες και κυβέρνηση να επιταχύνουν τον βηματισμό τους στην μείωση των μη εξυπερετούμενων ανοιγμάτων.

Παρά τους αρκετά πιο φιλόδοξους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπολογίζεται ότι το 2021 θα είναι στα 34,1 δισ. ευρώ ή στο 21,2% του συνόλου, Ακόμη και με τα νέα σχέδια των τραπεζών, το ποσοστό θα μειωθεί στο 20% και θα παραμένει έξι φορές υψηλότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε.

Η εικόνα των κόκκνων δανείων 

Πάντως η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι έχουν γίνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, οι οποίες και έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς. Το απόθεμα των κόκκινων δανείων περιορίστηκε στα 81,8 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 (ή 45,4% του συνόλου των δανείων), από 107,2 δισεκ. ευρώ που ήταν στην κορύφωσή τους το Μάρτιο του 2016.

Από τα 81,2 δισ. ευρώ, τα 38,3 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια, πουέχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα 24,8 δισ. ευρώ είναι δάνεια αβέβαιης είσπραξης και 18,02 δισ. ευρώ βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών.

Όσον αφορά στις κατηγορίες χαρτοφυλακίων, στα στεγαστικά το ποσοστό των κόκκινων δανείων είναι στο 44,5%, στα καναταλωτικά φτάνει στο 53% και στα επιχειρηματικά είναι στο 44,6%. Ειδικά όσον αφορά στο χαρτοφυλάκιο εταιρικών δανείων, εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (67,4%) είναι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων στα δάνεια των ελεύθερων επαγγελματιώ, Αντιθέτως στα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων είναι 25,8% και στα ναυτιιλιακά περιορίζεται κοντά στο 22,5%.

Τα επιμέρους στοιχεία της έκθεσης αποκαλύπτουν ότι η μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δισ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 5,8 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες επιδιώκουν επιτάχυνση των πωλήσεων τα επόμενα τρίμηνα.

Η κεντρική τράπεζα χτυπάει καμπανάκι και για το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση. Επισημαίνει ότι σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα 3μηνο μετά την εφαρμογή της. Όσον αφορά στις εισπράξεις από ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, σημειώνει πως έχει γίνει πρόοδος, αλλά το ποσό παραμένει αρκετά χαμηλό.

«Η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού» διαμηνύει η ΤτΕ.

Σημειώνει δε ότι η απαλλαγή από το πρόβλημα συμβάλει στη μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου και στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησής τους, βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου σε διατηρήσιμη βάση που θα επιτρέψει στις τράπεζες να επιτελέσουν εκ νέου το διαμεσολαβητικό τους ρόλο. Θα ενισχυθεί η ανθεκτικότητά τους και η δυνατότητά τους να απορροφούν κλυδωνισμούς από ενδεχόμενες μελλοντικές διαταραχές. Θα αυξηθεί η οργανική κερδοφορία τους και θα δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα οδηγήσουν σε σταδιακή αύξηση της προσφοράς δανείων και σε μείωση των επιτοκίων δανεισμού τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά, εξέλιξη που θα επιτρέψει την άνετη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.

Η ΤτΕ απευθύνει έκκληση στις ελληνικές αρχές «να καταλήξουν σύντομα σε νέα, πιο συστημικά εργαλεία, τα οποία θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι τράπεζες» . Υπενθυμίζει ότι η ίδια έχει προτείνει μία συστημική λύση, η οποία προβλέπει τη μεταβίβαση σε Εταιρίες Ειδικού Σκοπού σημαντικού μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μαζί με μέρος της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που είναι εγγεγραμμένη στους ισολογισμούς των τραπεζών. Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζονται ταυτόχρονα δύο πολύ σημαντικά προβλήματα, τα κόκκινα δάνεια και οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.

Όπως επισημαίνει κυβέρνηση και Τράπεζα της Ελλάδος βρίσκονται σε συνεννόηση για την προώθηση προς έγκριση στις αρμόδιες ευρωπαϊκές αρχές και, τελικώς, για την υιοθέτηση τέτοιου είδους συστημικών λύσεων.

naftemporiki.gr