Skip to main content

Τι λένε οι επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών για την έκδοση του 10ετους

Την επιτυχή έκδοση νέου δεκαετούς ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο, για πρώτη φορά μετά το Μάρτιο του 2010, σχολιάζουν στο ΑΠΕ/ΜΠΕ οι επικεφαλής οικονομικοί αναλυτές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, εξηγώντας τι σηματοδοτεί το συγκεκριμένο γεγονός για την ελληνική οικονομία.

Ειδικότερα οι επικεφαλής οικονομολόγοι αναφέρουν:

Ηλίας Λεκκός (επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Τράπεζας Πειραιώς): Η επιτυχής έκδοση νέου δεκαετούς ομολόγου από το ελληνικό δημόσιο (για πρώτη φορά μετά το Μάρτιο του 2010), με επιτόκιο μικρότερο του 4% και ποσό έκδοσης 2,5 δισ. ευρώ αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την κανονικότητα. Ο χρονισμός της έκδοσης ήταν απολύτως ευνοϊκός καθώς έρχεται στη συνέχεια θετικών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από την αρχή του έτους (αποδόσεις 2,3% από 1/1/2019), ακολούθησε την αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής δημοκρατίας κατά 2 βαθμίδες από τη Moody’s και συνδέεται με την πτωτική αναθεώρηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων. Η συγκεκριμένη έκδοση σε συνδυασμό με την πρόσφατη έκδοση 5ετους ομόλογου καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος των συνολικών προγραμματισμένων εκδόσεων ολοκλήρου του 2019 ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους.

Νίκος Σ. Μαγγίνας: (επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας): Η, έστω και καθυστερημένη, αναβάθμιση από τη Moody’s σε συνδυασμό με την επιτυχή έκδοση δεκαετούς κρατικού ομολόγου, υπογραμμίζουν την αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας και το θετικό αντίκτυπο της ολοκλήρωσης του τρίτου προγράμματος – που συνδυάστηκε με μία νέα δέσμη μεσοπρόθεσμων μέτρων για το δημόσιο χρέος και τη συσσώρευση ενός πρωτοφανούς αποθεματικού ρευστότητας σχεδόν 30 δισ. ευρώ. Το εν λόγω αποθεματικό καλύπτει πλέον τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι το 2022. Η συντονισμένη αναβάθμιση από όλους τους αξιολογικούς οίκους τους τελευταίους εννέα μήνες αποτελεί ένα ισχυρό σήμα στους επενδυτές να «ξαναδούν» την ελληνική αγορά, ενώ έμμεσα ή άμεσα συμπαρασύρει και το αξιόχρεο του ιδιωτικού τομέα (όπως την αναβάθμιση των τραπεζών). Η έκδοση νέου δεκαετούς ομολόγου, σε ανταγωνιστικό κόστος με μεγάλη συμμετοχή ποιοτικών ξένων επενδυτών, αντανακλά τη θετική δυναμική που αναπτύσσεται. Τα οφέλη θα ήταν προφανώς πολλαπλάσια αν φθάναμε τη λεγόμενη «επενδύσιμη αξιολόγηση» από την οποία μας χωρίζουν ακόμη 3-4 βαθμίδες. Ως εκ τούτου, προτεραιότητα, πλέον, είναι η σταθερή επένδυση στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας που θα τροφοδοτήσει μία βιώσιμη τροχιά ανάπτυξης και θα θωρακίσει την οικονομία και τις μακροχρόνιες προοπτικές της.

Παναγιώτης Καπόπουλος (διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank): Η πρώτη έκδοση δεκαετούς ομολόγου μετά από εννέα έτη συνιστά ένα σημαντικό βήμα για τη θεμελίωση εκ νέου της καμπύλης αποδόσεων του ελληνικού δημοσίου και την αποκατάσταση της επαφής με τις διεθνείς αγορές. Η επιτυχής έκδοση σηματοδοτεί τον περιορισμό των αβεβαιοτήτων σχετικά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι η απόδοση του κρατικού τίτλου παραμένει υψηλή συγκριτικά με εκείνου της Πορτογαλίας και άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, το διεθνές επενδυτικό κοινό φαίνεται να προσδοκά την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της χώρας στα επόμενα έτη σε ένα περιβάλλον πολιτικής ευστάθειας, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.

Η εξέλιξη αυτή ενισχύει το κλίμα για την προσέλκυση επενδυτών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και συνεπώς αναμένεται να επιδράσει θετικά στην εμπιστοσύνη προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, υποστηρίζοντας τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών αφενός να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αφετέρου να αντλήσουν ρευστότητα.

Τάσος Αναστασάτος (επικεφαλής οικονoμολόγος του ομίλου της Eurobank): Η επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με έκδοση 10ετούς ομολόγου μετά από εννέα περίπου έτη αποτελεί θετικό βήμα για την οικοδόμηση καμπύλης αποδόσεων και γενικότερα στην πορεία επιστροφής στην κανονικότητα. Στα θετικά συμπεριλαμβάνεται και η ικανοποιητική υπερκάλυψη του ζητούμενου ποσού, καθώς και, σε συμβολικό επίπεδο, η διατήρηση του επιτοκίου κάτω του 4%. Ωστόσο, η απόδοση του ελληνικού ομολόγου παραμένει σχεδόν διπλάσια αυτού της Πορτογαλίας και υπερτριπλάσια αυτού της Ισπανίας. Η θαρραλέα και συνεπής εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι κρίσιμη για την εμπέδωση μονιμότερης σχέσης εμπιστοσύνης με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα και ιδίως με τους πιο μακροπρόθεσμους επενδυτές. Αυτό είναι προϋπόθεση για τη σύγκλιση των αποδόσεων με αυτές των υπολοίπων χωρών της Ευρωπεριφέρειας με τις οποίες η Ελλάδα έχει παρόμοια μακροοικονομικά θεμελιώδη μεγέθη.