Skip to main content

Η ατζέντα διαπραγμάτευσης για τη διευθέτηση του χρέους

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου 
[email protected]

Την έκδοση τριών διαφορετικών εκθέσεων για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, τη λήψη οριστικής απόφασης για το περιεχόμενο του «κουμπαρά ασφαλείας» για την ασφαλή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές μετά τον Αύγουστο, την οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και τη «σύνδεσή» τους τόσο με την πορεία του ΑΕΠ όσο και με τις δεσμεύσεις που θα πρέπει να υλοποιεί η ελληνική κυβέρνηση, όπως επίσης και τον προσδιορισμό των μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος περιλαμβάνει η ατζέντα των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. 

Η συμφωνία θα πρέπει να επέλθει μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια. Ουσιαστικά η διαπραγμάτευση -η οποία προς το παρόν προετοιμάζεται σε τεχνικό επίπεδο- θα ξεκινήσει στις 22 Απριλίου στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και θα πρέπει να ολοκληρωθεί λίγες ημέρες πριν από το Eurogroup της 21ης Ιουνίου που θα διεξαχθεί στο Λουξεμβούργο. Μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια δεν μπορούν να υπάρξουν, καθώς η υπόθεση του ελληνικού χρέους συνδέεται με τους αδιάθετους πόρους της 3ης δανειακής σύμβασης της χώρας, η οποία «κλείνει» στις 20 Αυγούστου. Όσον αφορά τα σενάρια περί «τεχνικής παράτασης» της 3ης σύμβασης μέχρι το τέλος του έτους, αυτά ήδη διαψεύστηκαν κατηγορηματικά από το υπουργείο Οικονομικών.

Αρμόδιες πηγές τόσο στο κυβερνητικό στρατόπεδο όσο και σε αυτό των δανειστών μιλούν για μια σύνθετη διαπραγμάτευση η οποία έχει ήδη ξεκινήσει. Τα επιμέρους «κομμάτια» της συμφωνίας ήδη συζητούνται σε τεχνικό επίπεδο, ενώ σε επίπεδο επικεφαλής οι επαφές αναμένεται να ξεκινήσουν μετά το Πάσχα. Η «ατζέντα» περιλαμβάνει τα ακόλουθα σημεία: 

1. Την έκδοση των αναθεωρημένων εκθέσεων βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, το αμέσως προσεχές διάστημα θα εκδοθούν τρεις διαφορετικές εκθέσεις για το ελληνικό χρέος: η πρώτη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η δεύτερη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η 3η από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αν και οι τρεις εκθέσεις καταλήξουν στο ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων.  

2. Την οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Η λίστα των επιλογών είναι δεδομένη και περιλαμβάνει επιμηκύνσεις στις περιόδους χάριτος ή στις περιόδους αποπληρωμής των δανείων του επίσημου τομέα, αναχρηματοδότηση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της Ελλάδας που έχουν και υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης, αλλά και επιστροφή των κερδών από την κατοχή των ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs). 

3. Το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων θα είναι σταδιακή, καθώς στο τελικό κείμενο συμφωνίας που θα κληθεί να υπογράψει η Ελλάδα θα υπάρχουν προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση των μέτρων. Οι προϋποθέσεις αυτές θα έχουν τόσο δημοσιονομικό (σ.σ.: υλοποίηση του βασικού δημοσιονομικού στόχου για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το 2022) όσο και μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα. Μέτρα όπως η μείωση των «κόκκινων» δανείων, η ολοκλήρωση του κτηματολογίου, ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού κ.λπ. θα περιγραφούν στη συμφωνία και θα συνδεθούν με την ενεργοποίηση των μέτρων για το χρέος. 

4. Η σύνδεση των μέτρων για το χρέος με την πορεία του ΑΕΠ. «Είναι μια αναγκαιότητα προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ληφθούν υπερβολικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, κάτι που είναι δίκαιο για τον Ευρωπαίο φορολογούμενο» υποστηρίζουν Ρέγκλινγκ και Κοστέλο. Η τεχνική επεξεργασία της σύνδεσης των μέτρων χρέους με την πορεία του ΑΕΠ έχει ήδη ξεκινήσει. Ο «μαθηματικός τύπος» θα πρέπει να οδηγεί κάθε χρόνο σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: η δαπάνη εξυπηρέτησης του χρέους (για τόκους και χρεολύσια συμπεριλαμβανομένων και των ποσών για την αναχρηματοδότηση των repos και των εντόκων γραμματίων του ελληνικού Δημοσίου) δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεπερνάει το 15% του ΑΕΠ. Έτσι, η μεγαλύτερη ανάπτυξη θα οδηγεί αυτομάτως και στον υπολογισμό μεγαλύτερου ποσού που θα μπορεί να διαθέτει η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους της, άρα και λιγότερα μέτρα διευθέτησης του χρέους. 

5. Η οριστικοποίηση των μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Το ότι θα ληφθούν και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος προβλέπεται από την απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου του 2017. Ωστόσο, αυτά δεν αναμένεται να εξειδικευτούν σε αυτή τη φάση. Ο ίδιος ο κ. Ρέγκλινγκ υποστήριξε ότι στο τελικό κείμενο της συμφωνίας αναμένεται να υπάρξει μια δήλωση-δέσμευση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης η οποία ουσιαστικά θα δεσμεύει τους Ευρωπαίους για στήριξη της Ελλάδας όσον αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους και μετά τη «μεσοπρόθεσμη περίοδο», η οποία λογικά θα θεωρηθεί ότι θα διαρκέσει μέχρι το 2030. 

6. Η οριστικοποίηση του ποσού που θα αποτελέσει τον μηχανισμό ασφαλείας για την έξοδο στις αγορές μετά τον Αύγουστο (cash buffer). Σύμφωνα με αρμόδια κυβερνητική πηγή, η συγκεκριμένη διαπραγμάτευση θα γίνει τον Μάιο. Με βάση τις εκτιμήσεις που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, το cash buffer μέχρι τον Αύγουστο θα περιλαμβάνει τουλάχιστον 14-16 δισ. ευρώ. Από εκεί και πέρα, θα συζητηθεί αν θα υπάρξει και περαιτέρω ενίσχυση ώστε το ποσό να φτάσει στα 20 δισ. ευρώ. Ο κουμπαράς θα γεμίσει σε πρώτη φάση με ποσό 1,9 δισ. ευρώ που θα εκταμιευτεί στα μέσα Μαρτίου από τον ESM μετά την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης, αλλά και με ένα μεγάλο μέρος από τα 3 δισ. ευρώ που άντλησε η Ελλάδα με το επταετές ομόλογο. Η διαπραγμάτευση θα αφορά το κατά πόσο θα διατεθούν για τον «κουμπαρά» και τα περίπου 12 δισ. ευρώ που εκκρεμούν να εκταμιευτούν με την ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης. Τα διαθέσιμα των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (τα οποία θα μεταφερθούν άμεσα σε έναν κεντρικό λογαριασμό «θησαυροφυλακίου») εκτιμάται ότι ανέρχονται περίπου στα 10 δισ. ευρώ. Αυτά δεν θεωρούνται μέρος του cash buffer. Σε κάθε περίπτωση, μέσα στις επόμενες εβδομάδες οι δανειστές θα καταλήξουν σε συμφωνία με την κυβέρνηση ώστε όλα τα διαθέσιμα να μεταφερθούν σε έναν κεντρικό λογαριασμό. Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει υπολογιστεί ότι αν προστεθούν τα ταμειακά διαθέσιμα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, τα κεφάλαια από τα πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπεται να παραχθούν στην 3ετία 2018-2020 αλλά και τα χρήματα του κουμπαρά, υπάρχουν τα περιθώρια για να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας μέχρι και το τέλος του 2020. Αυτές ανέρχονται περίπου στα 45 δισ. 

Bελτίωση του κλίματος στην αγορά ομολόγων
Βελτίωση, αργή αλλά σταθερή, παρουσιάζει η ελληνική αγορά κρατικού χρέους στις τελευταίες συνεδριάσεις, με κύριο χαρακτηριστικό της τον αυξημένο όγκο συναλλαγών στην ΗΔΑΤ. 

Από την αρχή της εβδομάδας έχει γίνει ιδιαίτερα αισθητή η παρουσία επενδυτών στην ελληνική αγορά κρατικού χρέους, με τον όγκο συναλλαγών να φθάνει σε επίπεδα που είχαν να επαναληφθούν από τις αρχές του έτους. Χθες, ο όγκος συναλλαγών στην ΗΔΑΤ εκτινάχθηκε σε 42 εκατ. ευρώ, με τις αποδόσεις να υποχωρούν ελαφρώς. Τις τρεις πρώτες συνεδριάσεις της εβδομάδας ο όγκος συναλλαγών στην ΗΔΑΤ έφθασε περίπου τα 100 εκατ. ευρώ. Traders χαρακτήρισαν θετικό νέο αυτή τη σταδιακή, παρότι μικρή, βελτίωση του κλίματος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ακόμη κάποιος ισχυρός καταλύτης που θα μπορούσε να καθοδηγήσει την αγορά. Η απόδοση στο 10ετές αποκλιμακώθηκε χθες περαιτέρω, στο 4,22%, με το spread στις 380 μονάδες βάσης, ενώ στους βραχυπρόθεσμους τίτλους με λήξη το 2019 και 2023 διαμορφώθηκε στο 1,15% και 3,5% αντίστοιχα. Η απόδοση του επταετούς κινήθηκε στο 3,90%. Αυτή τη στιγμή, η απόδοση των εντόκων εξαμήνου στο 1,19% είναι στα ίδια επίπεδα με την απόδοση του τίτλου που λήγει το 2019. 

Άνοδος επιτοκίου στα έντοκα
Εν τω μεταξύ στη χθεσινή δημοπρασία των εντόκων γραμματίων διάρκειας 13 εβδομάδων, ύψους 1 δισ. ευρώ, σημειώθηκε αύξηση του επιτοκίου. Ειδικότερα διαμορφώθηκε στο 1,05%, από 0,99% που ήταν στη δημοπρασία της 7ης Φεβρουαρίου.
Ο ΟΔΔΗΧ απορρόφησε ποσό ύψους 1,3 δισ. ευρώ, με την αποδοχή και των μη ανταγωνιστικών προσφορών, ενώ σήμερα θα αντλήσει επιπλέον ποσό ύψους 300 εκατ. ευρώ, από τον δεύτερο γύρο των μη ανταγωνιστικών προσφορών, με αποτέλεσμα το συνολικό αντληθέν ποσό να ανέλθει σε 1,6 δισ. ευρώ.