Skip to main content

Η Ευρώπη μαθαίνει να ζει με φθηνό ευρώ, αλλά χωρίς φθηνό χρήμα

Της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Επί χρόνια τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά ζούσαν στους ρυθμούς του φθηνού χρήματος. Τα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ ήταν ένα βασικό στήριγμα της οικονομίας μέσα στις αλλεπάλληλες κρίσεις που κλήθηκε να βιώσει τα τελευταία σχεδόν 15 χρόνια η Ευρώπη. Και διαμόρφωσαν μία νέα κανονικότητα για όλους. Αυτή τώρα έρχεται απότομα στο τέλος της. 

Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ προέβη στην πρώτη αύξηση επιτοκίων από τον Σεπτέμβριο του 2011. Και αυτή οδήγησε το καταθετικό επιτόκιο από το -0,5% στο απόλυτο μηδέν. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά την ώρα που ο πληθωρισμός καλπάζει από ρεκόρ σε ρεκόρ, αλλά και που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η Fed προχωρεί με  άκρως επιθετικές αυξήσεις των 75 μονάδων βάσης, πυροδοτώντας έτσι ένα ξέφρενο (και επώδυνο για την παγκόσμια οικονομία) ράλι του δολαρίου. Το ευρώ είναι σε μία διαρκή κατρακύλα που κάνει τις εισαγωγές ενέργειας και άλλων αγαθών να «καίνε» ακόμη περισσότερο. Η ώθηση που μπορεί να δώσει σε τουρισμό και εξαγωγές δεν φαίνεται – προς το παρόν τουλάχιστον- να αντισταθμίζει επαρκώς τον αρνητικό αντίκτυπο. 

Για να μικρύνει η απόκλιση από τη Fed και να αμβλυνθούν οι πιέσεις στο ευρώ, η επόμενη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο θα είναι πιθανότατα και πάλι της τάξης των 50 μονάδων βάσης, χωρίς πια να μπορεί κανείς να αποκλείσει ακόμη μία έκπληξη για μεγαλύτερη αύξηση. Το αντίο στα αρνητικά επιτόκια, σε μία περίοδο γεωπολιτικού αναβρασμού και διαρκών προειδοποιήσεων για τα χειρότερα που έρχονται στο ενεργειακό μέτωπο, έρχονται να αλλάξουν απότομα τη συμπεριφορά των νοικοκυριών. Οι καταναλωτικές δαπάνες ήδη πλήττονται από το κύμα ακρίβειας. Και ενώ στόχος των επιτοκιακών αυξήσεων είναι να βάλουν φρένο στις ανατιμήσεις των βασικών αγαθών, θα έχουν και αυτές σε πρώτη φάση την ίδια συνέπεια με τον πληθωρισμό που μάχονται: την περαιτέρω συρρίκνωση της κατανάλωσης. 

Για τα νοικοκυριά με χρέη η πίεση θα αυξηθεί απότομα, ενώ τα πράγματα σε αυτό το μέτωπο γίνονται πολύ δύσκολα και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Μετρώντας ακόμη πληγές από την πανδημία καλούνται να αντιμετωπίσουν τώρα το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης, να δουν τα βάρη τους να πολλαπλασιάζονται και πρέπει – για ακόμη μία φορά- να αναθεωρήσουν τη στρατηγική τους. 

Οι προκλήσεις δεν λείπουν ούτε για τις τράπεζες. Η θεωρητικά θετική για αυτές εξέλιξη της αύξησης των επιτοκίων (ευκαιρία για αισθητά υψηλότερα περιθώρια κέρδους) συνοδεύεται από ισχυρό πλήγμα στο καταναλωτικό κλίμα και φόβους για νέα κόκκινα δάνεια από τις επιχειρήσεις. Όλα αυτά ύστερα από μία δεκαετία κατά την οποία τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα είδαν την κερδοφορία τους να μένει στάσιμη και τις επιδόσεις του σε όλους τους βασικούς δείκτες να υπολείπονται εκείνες των αμερικανικών ανταγωνιστριών τους. Η κατάσταση είχε μόλις τους τελευταίους μήνες αρχίσει να ανατρέπεται προς το καλύτερο, αλλά όσο θα αυξάνεται το κόστος δανεισμού και η πίεση του στον ιδιωτικό τομέα και στο κράτος τόσο θα γίνεται περίπλοκη. 

Τα stress tests δείχνουν πάντως ότι σήμερα είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες να αντέξουν την όποια κρίση. Η προοπτική της ύφεσης φαντάζει ολοένα και πιο κοντινή και το μεγάλο ερώτημα στο εξής θα είναι πόσο αυτή θα διαρκέσει.