Skip to main content

Φίλιπ Λέιν: Η κρίση στην Ουκρανία πολύ σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την Ευρώπη

Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Φίλπ Λέιν, τονίζει ότι η κρίση στην Ουκρανία συνιστά πολύ σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την Ευρώπη και στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ τον Μάρτιο θα πραγματοποιηθεί μια συνολική αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών, που  και θα περιλαμβάνει και τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις.

Σε συνέντευξή του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ τονίζει ότι η ουκρανική κρίση δεν θα επηρεάσει μόνο τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των καταναλωτών, το εμπόριο και την οικονομία. 

«Συνεπώς, όσον αφορά τον πληθωρισμό, δεν υπάρχει μόνο η μηχανική επίδραση των τιμών των εμπορευμάτων», τονίζει ο Λέιν, προσθέτοντας μάλιστα με νόημα ότι «σε μια εποχή μεγάλης αστάθειας και  αβεβαιότητας  δεν πρέπει να γίνονται απόλυτες δηλώσεις. Ωστόσο, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε πιο κοντά στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας για τον πληθωρισμό».

Ο Φίλπ Λέιν, που θεωρείται εκ των λεγόμενων «περιστεριών» στην ΕΚΤ, σημειώνει ότι «η συνολική κατάσταση είναι τέτοια που αναμένεται ισχυρή ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, οι ρυθμοί πληθωρισμού είναι υψηλότεροι από τον αναμενόμενο και θα διαρκέσουν περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Αυτό οφείλεται κυρίως στις αυξημένες τιμές της ενέργειας και στα σημεία συμφόρησης στον εφοδιασμό. Ωστόσο, η κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να αναμένει πτώση των ρυθμών πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του έτους. Είναι αβέβαιο πάντως, πόσο γρήγορα και πόσο μακριά θα φτάσει αυτό».

Πλήρης αξιολόγηση τον Μάρτιο

Ερωτηθείς από την FAZ αν έχει αλλάξει η εκτίμηση για την νομισματική πολιτική ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης της κρίσης στην Ουκρανία, ο Φίλπ Λέιν τονίζει: «Θα κάνουμε πλήρη αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών στη συνεδρίαση του Μαρτίου. Αυτό περιλαμβάνει τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις. Αυτά δεν επηρεάζουν μόνο τις τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, αλλά και την εμπιστοσύνη των επενδυτών και των  καταναλωτών, το εμπόριο και την οικονομία. 

Έτσι, όταν πρόκειται για πληθωρισμό, δεν υπάρχει μόνο η μηχανική επίδραση των τιμών των εμπορευμάτων. Όσον αφορά τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι μακροοικονομικές εξελίξεις. Οι γεωπολιτικές εντάσεις αποτελούν σήμερα πολύ σημαντικό παράγοντα κινδύνου, ειδικά για την Ευρώπη. Το είχαμε ήδη επισημάνει στη συνάντησή μας τον Φεβρουάριο».

Αναφορικά με τις αγορές ομολόγων και τα βασικά επιτόκια, ο Λέιν σημειώνει ότι «είναι σημαντικό να μην προδικάζουμε την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ τον Μάρτιο. Πολλά μπορούν ακόμη να συμβούν μέχρι τότε, και υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα στον κόσμο. Αλλά η στρατηγική μας είναι σαφής: θέλουμε να σταθεροποιήσουμε τον πληθωρισμό στο 2% μεσοπρόθεσμα. Υπάρχουν επιλογές στο δρόμο προς τα εκεί.

Εάν οι μεσοπρόθεσμες προβλέψεις για τον πληθωρισμό είναι πολύ χαμηλότερες από τον στόχο μας, η ΕΚΤ θα πρέπει να υιοθετήσει μια χαλαρή νομισματική πολιτική. Εάν ο πληθωρισμός είναι πάνω από τον στόχο μας μεσοπρόθεσμα, πρέπει να αυστηροποιήσουμε τη νομισματική πολιτική. Η τρίτη πιθανότητα είναι ο πληθωρισμός να πλησιάσει τον στόχο μας, οπότε, όπως λέμε, αρκεί μια ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής».

Μείωση του πληθωρισμού εντός του έτους

«Τα ποσοστά πληθωρισμού είναι υψηλά αυτή τη στιγμή, στο 5,1% στον Ιανουάριο. Αναμένουμε όμως ότι θα μειωθούν κατά τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο, είναι αβέβαιο πόσο γρήγορα και πόσο μακριά. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ο πληθωρισμός μεσοπρόθεσμα είναι ζωτικής σημασίας για τη νομισματική πολιτική. Εάν τα επιτόκια κινούνται τώρα προς τον στόχο μας μεσοπρόθεσμα, κάτι που φαίνεται να συμβαίνει αυτή τη στιγμή, θα προσαρμόσουμε τη νομισματική πολιτική. Γιατί τότε δεν θα χρειάζεται πλέον να αγοράζουμε ομόλογα, για παράδειγμα, για να σταθεροποιήσουμε τον πληθωρισμό στην τιμή του στόχου μας μεσοπρόθεσμα… 

Εάν ο πληθωρισμός κινηθεί κοντά στον στόχο μας, θα καταργήσουμε σταδιακά την ποσοτική χαλάρωση. Είναι αλήθεια ότι δημιουργήσαμε μεγάλη ευελιξία κατά τη διάρκεια της πανδημίας με το πρόγραμμα αντιμετώπισης της υγειονομικής κρίσης (PEPP). Πρέπει να διασφαλίσουμε την νομισματική μας πολιτική, ώστε η επιτοκιακή πολιτική μας να μην υπονομεύεται από τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς ομολόγων και τις συνακόλουθες πολύ διαφορετικές συνθήκες χρηματοδότησης στις χώρες μέλη. 

Τον Δεκέμβριο ανακοινώσαμε ότι θα είμαστε ευέλικτοι στην άσκηση της νομισματικής μας πολιτικής εάν πρέπει. Και έχουμε επισημάνει μια ιδιαίτερη χρήση της ευελιξίας: ακόμη και αν οι καθαρές αγορές τελειώσουν κάτω από το PEPP, μπορούμε να είμαστε ευέλικτοι στην επανεπένδυση των ομολόγων. Αυτό μπορεί να βοηθήσει εάν προκύψουν κίνδυνοι κατακερματισμού. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική από την οικονομική κρίση πριν από 13 χρόνια. Ο κόσμος αυτή τη στιγμή δεν αναμένει επιστροφή στα επίπεδα των επιτοκίων πριν από 15 χρόνια. Εάν τα επιτόκια αυξάνονταν από ένα πολύ χαμηλό επίπεδο σε ένα ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο, οι συνέπειες δεν ήταν συγκρίσιμες με εκείνες του παρελθόντος.

Διαφορά Ευρώπης- Αμερικής

Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική- λέει ο Φίλπ Λέιν, παγκόσμιοι παράγοντες όπως η αύξηση των τιμών του πετρελαίου παίζουν σημαντικό ρόλο στον πληθωρισμό. Στην Αμερική, όμως, υπάρχουν περισσότεροι εγχώριοι παράγοντες. Ένας από τους λόγους για αυτό είναι η υψηλή ζήτηση ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής πολιτικής. 

Το κίνητρο που παρείχε το πακέτο του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ήταν πολύ ισχυρότερο από το δημοσιονομικό κίνητρο στην Ευρώπη και είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο και στην αγορά εργασίας. Αντίστοιχα, οι ρυθμοί πληθωρισμού εκεί είναι ακόμη υψηλότεροι. Γι’ αυτό δεν μπορείτε να συγκρίνετε την κατάσταση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ με την κατάσταση του ΕΚΤ αυτή τη στιγμή.

«Ήμασταν πολύ σαφείς στη στρατηγική μας για τη νομισματική πολιτική, την οποία δημοσιεύουμε τον Ιούλιο. Για εμάς υπάρχει μια εντολή, η «αλληλουχία»: Πρώτα μειώνονται οι αγορές ομολόγων και μετά διακόπτονται. Στη συνέχεια, τα βασικά επιτόκια θα αυξηθούν πάνω από τα τρέχοντα επίπεδά τους μόνο εάν εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις που ευθυγραμμίζονται με τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας για τον πληθωρισμό. Επομένως, πριν μιλήσουμε για μια πιθανή απόφαση για τα επιτόκια, πρέπει να τερματίσουμε τις καθαρές αγορές ομολόγων. Και πρέπει επίσης να προετοιμάσουμε την αγορά για αυτό».

Σε ερώτηση για την αντίδραση των συνδικάτων στην άνοδο του πληθωρισμού, ο Φίλπ Λέιν λέει ότι «αναμένουμε σίγουρα αύξηση των μισθών. Το μόνο ερώτημα είναι πόσο ισχυρή θα είναι. Εάν στοχεύσουμε σε ποσοστό πληθωρισμού 2% και υποθέσουμε αύξηση 1% στην παραγωγικότητα της εργασίας, μια μέση αύξηση των μισθών κατά 3% στη ζώνη του ευρώ είναι συμβατή με τον στόχο μας για τον πληθωρισμό. 

Παρακολουθούμε στενά τις μισθολογικές εξελίξεις, αλλά δεν βρισκόμαστε στη θέση του 1970. Οι κεντρικές τράπεζες πήραν το μάθημά τους»… «Φυσικά, όπως όλοι, παρατηρούμε επίσης ότι οι λογαριασμοί στα κοινόχρηστα αυξάνονται, η ενέργεια γίνεται ακριβότερη και πολλές τιμές στα σούπερ μάρκετ ανεβαίνουν επίσης. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι αυτή η αύξηση των τιμών πλήττει πολύ πιο σκληρά τα άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα και ο αντίκτυπος του ενεργειακού σοκ στους ανθρώπους είναι πολύ διαφορετικός».

Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι διεθνώς υποτιμήθηκε το επίπεδο και η επιμονή του πληθωρισμού, ο Φίλιπ Λέιν σημειώνει ότι «οι ρυθμοί πληθωρισμού είναι πράγματι υψηλότεροι από το αναμενόμενο και θα διαρκέσουν περισσότερο από ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί… Πολλοί παράγοντες που οδηγούν τα ποσοστά πληθωρισμού τώρα θα διαδραματίσουν μικρότερο ρόλο σε 12 ή 18 μήνες. Η οικονομία δεν βρίσκεται σε ζώνη υπερθέρμανσης. Πιστεύουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του τρέχοντος πληθωρισμού θα υποχωρήσει».

Ο αντίκτυπος της Πράσινης μετάβασης

Η γερμανική εφημερίδα ρώτησε τον Φίλπ Λέιν αν υπάρξει πίεση στις τιμές από τον «πράσινο πληθωρισμό»: «Ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό θα εξαρτηθεί φυσικά από το πώς θα εξελιχθεί αυτή η διαδικασία πράσινου μετασχηματισμού. Αυτή θα είναι μια σταδιακή διαδικασία. 

Πολλά εξαρτώνται επίσης από το τι κάνουν τα κράτη με τα έσοδα από την τιμή του άνθρακα. Τα έσοδα από τους φόρους ανακύκλωσης μπορούν να τονώσουν την οικονομία. Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, είναι πρωτίστως παγκόσμιοι παράγοντες που αυξάνουν τις τιμές της ενέργειας και λιγότερο η εθνική φορολογία CO2», τονίζει ο Φίλιπ Λέιν.

Σημειώνει επίσης ότι «η τεράστια αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου δεν οφείλεται στη μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών. Η τιμή του πετρελαίου έχει περάσει περισσότερο από ένα είδος «κύκλου πανδημίας». Το πρώτο έτος πανδημίας 2020, οι τιμές της ενέργειας έπεσαν ασυνήθιστα χαμηλά. 

Το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σημειώθηκε απότομη αύξηση των τιμών. Υπήρξαν πολλές διαφορετικές ελλείψεις προμηθειών, αλλά αυτές θα επιλυθούν τελικά. Ως κεντρική τράπεζα, δεν χρειάζεται να λάβουμε θέση σχετικά με το πού κατευθύνονται τέτοιες τιμές. Πρέπει όμως να είμαστε ευέλικτοι και να αντιδρούμε στις εξελίξεις».

Όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό από το naftemporiki.gr