Skip to main content

Πρώτη εξαγωγέας και δεύτερη παραγωγός κομπόστας ροδάκινου η Ελλάδα παγκοσμίως

ΕΚΕ: Δυσανάλογες οι αυξήσεις των τιμών στα ράφια των Σ/Μ σε Ελλάδα και Γερμανία

Την πρώτη θέση ως εξαγωγέας κομπόστας ροδακίνων και τη δεύτερη θέση ως παραγωγός καταλαμβάνει η χώρα μας παγκοσμίως, με την Κίνα να κατέχει αντιστρόφως την πρώτη θέση ως παραγωγός και τη δεύτερη ως εξαγωγέας. Τόσο στα ράφια των ελληνικών σούπερ-μάρκετ, ωστόσο, όσο και στο εξωτερικό και κυρίως της Γερμανίας, σύμφωνα με την Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ), καταγράφονται δυσανάλογες αυξήσεις μεταξύ της τιμής αγοράς της κομπόστας από τις κονσερβοποιίες και την τιμή πώλησής της στο καταναλωτικό κοινό.

Σύμφωνα, αναλυτικότερα, με στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στο πλαίσιο του πρόσφατου 15ου Παγκοσμίου Συνεδρίου των παραγωγών και μεταποιητών φρούτων-κομπόστας ροδακίνου, που πραγματοποιήθηκε στο Pelotas της Βραζιλίας, την τελευταία πενταετία η Ελλάδα διατήρησε στο ίδιο περίπου επίπεδο την καλλιέργεια συμπύρηνου ροδακίνου (±190.000 στρέμματα). Η παραγωγή όμως εμφανίζει θεαματικές αυξομειώσεις λόγω των κλιματολογικών συνθηκών (χαμηλότερη χρονιά το 2021 με 275.000 tons και καλύτερη το 2022 με 450.000 tons)

Η δε Κίνα πραγματοποίησε σταθερές παραγωγές όγκου (±750.000 tons). Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν για τη μεταποίηση κυρίως βάζα και λιγότερο μεταλλικά κουτιά και εξάγουν περί τους 150.000 tons κυρίως στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Η Αργεντινή μείωσε την καλλιεργούμενη έκταση κατά 20%, διατηρώντας ωστόσο την παραγωγική της δυναμικότητα σταθερή στους 110.000-120.000 tons, ενώ η Βραζιλία έχει ελαφρά μειωμένη καλλιεργούμενη έκταση και παραγωγή και μείωση της παραγωγής κομπόστας κατά 20%. Μείωση της μεταποιούμενης ποσότητας 10% εμφανίζει την τελευταία πενταετία και η Ισπανία, με την τελική παραγωγή της σταθερά κάτω από τα 3.000.000 χ/κ και τις εξαγωγές της κάτω από 1.000.000 χ/κ, ενώ είχε ιδιαίτερες ζημίες το 2022.

Μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης και της παραγωγής κατά 17% έχουν την ίδια περίοδο και οι ΗΠΑ, που κάνουν μεγάλες εισαγωγές από την Κίνα και από την Ελλάδα, ενώ στη Νότια Αφρική υπάρχει αντίστοιχα μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης συμπύρηνου ροδακίνου 20% και η παραγωγή της αγγίζει τους 150.000 tons, εκ των οποίων περίπου 80.000 tons αξιοποιούνται για κομπόστα και τέλος στη Χιλή υπάρχει ανάλογη μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης κατά 25% και η παραγωγή της κυμαίνεται σταθερά περί τους 150.000 tons και η παραγωγή κομπόστας έχει μεκιωθεί κατά 25%.

Μεγάλη «ψαλίδα» των τιμών μεταξύ εργοστασίων και Σ/Μ

Στο μεταξύ, η ΕΚΕ διαπιστώνει μεγάλη «ψαλίδα» μεταξύ της τιμής που αγοράζουν τα σούπερ μάρκετ την κομπόστα ροδακίνου από τα εργοστάσια και της τιμής πώλησής της, τόσο στην Ελλάδα, όσο όμως και στο εξωτερικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΕ, Κώστα Αποστόλου, η συσκευασία των 850 ml πωλείται από τα εργοστάσια στην τιμή των 1,15 έως 1,20 ευρώ και φτάνει να πωλείται στα μεν ελληνικά σούπερ-μάρκετ μέχρι και 3,50 ή και 3,80 ευρώ, στα δε γερμανικά 2,19 ή 2,59 και μέχρι και 2,89 ευρώ.

Οι τόσο υψηλές τιμές πώλησης της κομπόστας στη λιανική εκτιμάται ότι θα επιφέρουν μείωση πωλήσεων. Στην ελληνική αγορά, όπως διευκρινίζει ο κ.Αποστόλου, διατίθεται μικρό ποσοστό – που δεν ξεπερνά το 5% – της ελληνικής κομπόστας ροδακίνου, με τον κύριο όγκο της παραγωγής να οδεύει σε αγορές του εξωτερικού. Συγκεκριμένα το 60% των εξαγωγών της ελληνικής κομπόστας ροδακίνου οδεύει προς αγορές χωρών της Ε.Ε., κυρίως της Γερμανίας, και ακολουθούν οι ΗΠΑ, χώρες της Άπω Ανατολής και η Ιαπωνία.

Στην δε Γερμανία μέχρι πριν δυο-τρία χρόνια η διαφορά αυτή μεταξύ τιμής αγοράς από τις κονσερβοποιίες και της τιμής πώλησης στο ράφι της λιανικής δεν ξεπερνούσε τα 30-35 λεπτά αλλά πλέον ξεπερνά το ένα ευρώ.