Skip to main content

Ωδή στο Ανείπωτο

Η τρίτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Γερακάρη, υπό τον εμπνευσμένο τίτλο «Υπεραπουσία» (εκδόσεις 24γράμματα), συγκροτείται από τα ίδια υλικά που συναντάμε στα προηγούμενα έργα του και τα οποία κάνουν τη γραφή του να ξεχωρίζει.

© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη

Αν και η θεματική του περιστρέφεται πάλι γύρω από τη ματαιότητα, τη φθορά και τον θάνατο, στην ουσία του έργο του αποτελεί κατάφαση της ζωής.

Όπως και στις δύο προηγούμενες συλλογές, «Υπόηχοι» και «Νύξεις του Εκείνου», ο λόγος είναι μεστός και δωρικός, γεμάτος δύναμη. Η κάθε λέξη προσεκτικά ζυγισμένη, επιτελεί με ακρίβεια το έργο της ενταγμένη σε ένα αυστηρά δομημένο και συνεκτικόν όλον.

Η ποίηση του Γερακάρη είναι μεταφυσική, όπως κάθε ποίηση που σέβεται τον εαυτό της. Ο ποιητικός λόγος και η φιλοσοφία συμπλέκονται μαεστρικά, μαρτυρώντας την εξοικείωση του ποιητή με τις περιπέτειες του στοχασμού.

Επιχειρεί με δεξιοτεχνία να φυλακίσει μέσα στις λέξεις το άρρητο, το μη ον, το υπερβατικό. Αναζητά την ουσία, το διαχρονικό και στέρεο υπόστρωμα πίσω από τις παραπλανητικές εκφάνσεις της «πραγματικότητας» και «κάτω από την πανίσχυρη επιφάνεια του εικοσιτετραώρου».

Η καθημερινότητα αποτελεί για τον ποιητή πηγή έμπνευσης και βασιλική οδό για την ενατένιση της υπαρκτικής ουσίας.

Αποτίνει φόρο τιμής σε όλα εκείνα που δεν ήρθαν, τα οποία τελικά «ορίζουν όλη μας την ύπαρξη ως υπερβατική απουσία».

Γιώργος Γερακάρης

ΑΠΟΡΡΟΗ

«Τα άστρα που είχες δίπλα σου/ αλλά δεν άγγιξες/ φέγγουν κι απόψε/ στης ζωής σου το κενό./ Ω η τραυματική πληρότητά τους./ Μία τυχαία αφορμή χρειάστηκε/ για να ξυπνήσουν./ Ποτέ δεν έπαψαν να σε ακολουθούν./ Ποτέ να σε ορίζουν./ Κι είναι γεμάτη πάλι η νύχτα/ με το ασημένιο αίμα τους./ Κι είναι η κλήση του Απόλυτου/ ακόμα πιο βαθιά».

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΙΝΟ

«Πρέπει να υπήρχε ένας σταθμός ακόμα./ Δεν έληγε στο τέρμα η διαδρομή./ Το ένιωθε συχνά όταν επέστρεφε τα βράδια./ Όσο κι αν δεν κατέβηκε ποτέ εκεί./ Όσο κι αν δεν αναγραφόταν πουθενά./ Εκείνος ο σταθμός υπήρχε./ Στο σκοτεινό ανικανοποίητο της καληνύχτας/ που ανέπνεε στα βλέμματα άγνωστων κοριτσιών./ Στην υπερβατική απόγνωση/ του ανεπανάληπτου κάθε στιγμής∙/ στην κατανυκτική του αιμορραγία./ Όταν νύχτες ολόκληρες περιπλανιόταν/ και μεθούσε με απουσία/ στις παρυφές του αφανέρωτου σπιτιού./ Κι αόρατο νερό αφυπνιζόταν/ θερμαίνοντας το εγκόσμιο κενό./ Εκείνος ο σταθμός υπήρχε./ Όσο κι αν δεν κατέβηκε ποτέ εκεί./ Όσο κι αν δεν αναγραφόταν πουθενά».