Ένα έργο – ερώτηση, που αναζητεί επίμονα απάντηση στα «ποιος είμαι;» και «τι σημαίνει, όταν εγώ λέω “εγώ”;», και που, διαισθητικά, παρουσιάζει την αντίληψη του συγγραφέα του σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, η «ιλαροτραγωδία» του Σάμιουελ Μπέκετ, «Περιμένοντας τον Γκοντό», παρουσιάζεται στον τεχνοχώρο Cartel, έως τις 28 Ιουνίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στις 9 το βράδυ.
Κάποιος που δεν έρχεται ποτέ
Στερούμενο πλοκής, ακόμη πιο ολοκληρωτικά από τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου», και με το ζήτημα της αβεβαιότητας να αποτελεί την ουσία του, χωρίς να υπάρχουν «κλειδιά», που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι το πιο γνωστό έργο του Ιρλανδού νομπελίστα συγγραφέα και – κατά πολλούς – το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ου αιώνα. Γράφτηκε στα 1948 – 1949, στα ερείπια της καταστροφής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και περιγράφει δύο ημέρες από η ζωή δύο ηρώων, οι οποίοι περιμένουν κάποιον, που δεν έρχεται ποτέ.
Με την ελπίδα ένα γεγονός (πράγμα, πρόσωπο ή θάνατος) να αλλάξει με τρόπο θαυματουργό την κατάσταση, να παρακαμφθεί το αδιέξοδο. Να σταματήσει αυτήν την κατάσταση αναμονής, κατά την οποία η ροή του χρόνου παίρνει την πιο καθαρή, φανερή, δραστική και αδυσώπητή μορφή της. Να πάψει τις στιγμές, που μας φέρνουν αντιμέτωπους με το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης.
«Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο»
Ο Μπέκετ, ο οποίος ένιωθε τη ρουτίνα σαν «καρκίνο του χρόνου» και την κοινωνική συναναστροφή ως «σκέτη πλάνη», αποτύπωσε, στον «Γκοντό», την τρομακτική σταθερότητα του κόσμου. Όταν ο Άλαν Σνάιντερ, ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης του έργου, ρώτησε τον Μπέκετ τι θέλησε να πει με αυτό, έλαβε την απάντηση: «Αν το ήξερα, θα το έλεγα στο έργο».
Υπήρξαν πολλές ερμηνείες και συζητήσεις για την ταυτότητα του Γκοντό. Μια από αυτές είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη «God» (Θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη – ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας, που θα τους σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ, πάντα, αρνιόταν αυτήν την ερμηνεία. Σε επιστολή του, το 1952, ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε ποιος είναι ο Γκοντό.
Για να ξεφύγουν από την ανία της ύπαρξης
Στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Νίκος Καραγέωργος, δύο περιπλανώμενοι αλήτες δίνουν ραντεβού στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού. Σε έναν έρημο δρόμο. Στο μοναδικό δέντρο που διακόπτει τη μονοτονία του τοπίου. Περιμένουν κάποιον να έρθει. «Τίποτα δεν γίνεται. Κανείς δεν έρχεται. Κανείς δεν φεύγει. Είναι τρομερό!».
Ο Εστραγκόν έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος, βλέπει συχνά όνειρα, κάποτε – λέει – ήταν ποιητής, και πιστεύει ακράδαντα πως «οι άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια». Ο Βλαδίμηρος είναι πιο πρακτικός τύπος, κάπως επίμονος, δεν θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς καθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός και ξέρει νανουρίσματα.
Οι δυο τους καβγαδίζουν, βαριούνται, επαναλαμβάνονται. Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν. Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις. Παίζουν θέατρο. Και, διαρκώς, μιλούν για κάποιο ραντεβού. Αρκούν αυτά, για να ξεφύγουν από την ανία και την πλήξη της ύπαρξης; Αρκεί να περιμένεις κάτι; Ή κάποιον;
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση – σκηνοθεσία: Νίκος Καραγέωργος, βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σιώζου, ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί έχουν επιμεληθεί τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς ως μέρος της διαδικασίας των δοκιμών, σχεδιασμός αφίσας: Παναγιώτης Μητσομπόνος, επιμέλεια προγράμματος: Στεφανία Βλάχου, φωτογραφίες – βίντεο: Αθηνά Λιάσκου, trailer παράστασης: Νίκος Τσάχαλος – Κατριάννα Παντέλη, βοηθός παραγωγής: Φαίη Τζήμα. Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Γιώργος Γεροντιδάκης, Βασίλης Μπισμπίκης, Κατερίνα Σιώζου, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης.
Πληροφορίες
Τεχνοχώρος Cartel: Αγ. Άννης & Μικέλη 4 – Βοτανικός (στάση Μετρό: Ελαιώνας), τηλ. κρατήσεων: 6939 898258 (ώρες επικοινωνίας: 14:00 – 21:00). Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: γενική είσοδος: 12 ευρώ, φοιτητικό: 8 ευρώ, ατέλειες – ανέργων: 5 ευρώ, κάθε Παρασκευή: γενική είσοδος: 8 ευρώ, ατέλειες – ανέργων: 5 ευρώ.
naftemporiki.gr