Η αριστουργηματική νουβέλα του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (1919-2010), «Η Φράννυ και ο Ζούι», κυκλοφορεί σε καινούρια μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, από τις εκδόσεις Πατάκη.
Η φοιτήτρια Φράννυ και ο ανερχόμενος ηθοποιός Ζούι είναι τα νεότερα από τα επτά παιδιά της οικογένειας Γκλας – «…-πέντε αγόρια και δύο κορίτσια-…, που όλα τους, σε σχετικά βολικά μεσοδιαστήματα όσο ήταν μικρά, μετείχαν τακτικά σ’ ένα πρόγραμμα του ραδιοφώνου, σε μια εκπομπή γνώσεων με τον τίτλο “Το σοφό παιδί”. H διαφορά της ηλικίας –κοντά δεκαοκτώ χρόνια ανάμεσα στο μεγαλύτερο παιδί των Γκλας, τον Σίμουρ, και στο μικρότερο, τη Φράννυ– είχε βοηθήσει πάρα πολύ την οικογένεια να εξασφαλίσει ένα καθεστώς τύπου δυναστικής πρωτοκαθεδρίας μπροστά στα μικρόφωνα της εκπομπής, η οποία διήρκησε λίγο παραπάνω από δεκάξι χρόνια –από το 1927 μέχρι τα τέλη του 1943, μια χρονική περίοδο που συνδέει την Εποχή του Τσάρλεστον με την Εποχή του Β-17. […] …και τα επτά παιδιά είχαν καταφέρει ν’ απαντήσουν στον αέρα σε τεράστιο αριθμό ερωτήσεων –εναλλάξ βιβλιοφαγικές μέχρι εκεί που δεν παίρνει και εξυπνακίστικες μέχρι εκεί που δεν παίρνει- τις οποίες έστελναν οι ακροατές –με μια φρεσκάδα και μια αυτοπεποίθηση που, για το εμπορικό ραδιόφωνο, θεωρήθηκαν μοναδικές.
Η ανταπόκριση του κοινού στα παιδιά ήταν συνήθως πολύ θερμή, ουδέποτε χλιαρή. Οι ακροατές ήταν εν γένει χωρισμένοι σε δύο, περιέργως, ανυποχώρητα στρατόπεδα: σ’ εκείνους που ισχυρίζονταν ότι τα αδέλφια Γκλας ήταν ένα μάτσο ανυπόφορα παλιόπαιδα που το παίζανε “διανοούμενοι”, και που θα ’πρεπε να είχε βρεθεί κάποιος να τα πνίξει στο νερό ή να τα δηλητηριάσει με γκάζι στη γέννα, και σ’ εκείνους που επέμεναν ότι ήταν στ’ αλήθεια ανήλικες ιδιοφυΐες και σοφοί επιπέδου, ασυνήθιστου οπωσδήποτε, το οποίο, πάντως, κανείς δε ζήλευε».
Η νουβέλα εκδόθηκε το 1961 και περιγράφει τρεις ημέρες από τη ζωή της Φράννυ και του Ζούι στα είκοσι κάτι τους χρόνια, τον Νοέμβριο του 1955. Τα δυο αδέλφια, δυο παιδιά-θαύματα, που αναζητούν εναγωνίως τη θέση τους στον κόσμο, συνεχίζουν τον προβληματισμό του Χόλντεν Κόλφιλντ -πρωταγωνιστή στο προγενέστερο έργο του συγγραφέα, «Ο φύλακας στη σίκαλη» (1951), που ταυτίστηκε με τη γενιά των μπίτνικ. Η Φράννυ και ο Ζούι με τον ευάλωτο ψυχισμό τους και τη μόνιμη συντροφιά της σκοτεινής απώλειας του μεγαλύτερου αδελφού τους, Σίμουρ –που αυτοκτόνησε, κυκλοφορούν με τις πληγές τους μέσα στον κόσμο αναζητώντας ατέρμονα αλήθειες, μα παραμένουν θλιβερά μόνοι. Πολύπλοκοι, παραμένουν -με σοφία και αγάπη στο φόντο- πάντα ανθρώπινοι και τρυφεροί.
«Όσο το δυνατόν πιο πιστός στο πνεύμα του Μάθιου Σάλιντζερ, που, σε ηλικία ενός έτους, παρότρυνε κάποιον καλεσμένο να φάει ένα κρύο φασόλι, παροτρύνω τον εκδότη μου, μέντορά μου και (ο Θεός να τον έχει καλά) στενότερο φίλο μου Γουίλλιαμ Σον, ψυχή του The New Yorker, εραστή του παρακινδυνευμένου, προστάτη του ολιγογράφου συγγραφέα, υπερασπιστή των αθεράπευτα φαντασιόπληκτων και παράλογα σεμνό μεταξύ των εν ζωή μεγάλων καλλιτεχνών-εκδοτών, να δεχθεί τούτο το φουκαριάρικο το βιβλιαράκι», γράφει ο Σάλιντζερ.
Μέσα σε αυτό το «φουκαριάρικο βιβλιαράκι» -το λίγο μεγαλύτερο από 200 σελίδες, αποτυπώνονται μεγάλα, διαχρονικά θέματα της ανθρώπινης κατάστασης. Κι αν «Ο φύλακας στη σίκαλη» είναι το έργο με το οποίο ο Σάλιντζερ κέρδισε τη συγγραφική του φήμη, η παρούσα νουβέλα, δίκαια από πολλούς θεωρείται κόσμημα -η πιο μεστή και δυνατή του στιγμή.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]