Skip to main content

Η Διεθνής Αταξία και η Ελλάδα

Διατηρείται μία λεπτή ισορροπία μεταξύ της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας και της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση.

Του Γιώργου Ν. Τζογόπουλου
Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE) και Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαν

Ένας χρόνος συμπληρώνεται από τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, οι νεκροί από τη σύγκρουση ξεπερνούν τους 200 χιλιάδες. Προφανώς οι τραυματίες είναι πολύ περισσότεροι. Παρ’ όλα αυτά, προοπτική να σταματήσει ο πόλεμος δεν υπάρχει. Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν αναμένεται να μιλήσει αύριο Τρίτη και ενδεχομένως να προκύψουν ορισμένα καινούργια στοιχεία σε ό,τι αφορά τη στρατηγική της χώρας του. Για τη στρατηγική αυτή γνωρίζουμε ελάχιστα λόγω περιορισμένων, αν όχι ανύπαρκτων πληροφοριών, από το πεδίο της μάχης.

Την ίδια στιγμή, η Αμερική εξακολουθεί να θεωρεί την παροχή στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία τον μοναδικό τρόπο για την επίλυση του θέματος και την απόκρουση των ρωσικών σχεδίων, τόσο εντός της πληττόμενης χώρας όσο και εκτός. Διατηρείται μία λεπτή ισορροπία μεταξύ της στρατιωτικής υποστήριξης της Ουκρανίας και της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση. Μέχρι στιγμής, Ουάσιγκτον και Μόσχα έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν για τους ιδιόμορφους όρους αυτής της λεπτής ισορροπίας, καθώς είναι γνωστό πως οι διμερείς, παρασκηνιακές συζητήσεις τους συνεχίζονται. Από αυτές θα εξαρτηθεί το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και η δομή του διεθνούς συστήματος, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον.

Η Αμερική βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να έχει απέναντί της όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και την Κίνα. Αν και η Κίνα δεν υποστηρίζει ενεργά τη Ρωσία, ούτε έχει χτίσει συμμαχία μαζί της, βλέπει τη διαμάχη στην Ουκρανία ως αποτέλεσμα της αμερικανικής επιμονής στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ πριν από το 2022. Συνεπώς, προσπαθεί να αντλήσει μαθήματα ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί το εθνικό της συμφέρον στο Στενό της Ταϊβάν. Μέσα στις συνθήκες αυτές, οι σινοαμερικανικές σχέσεις επιδεινώνονται. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν συναντήθηκε προχθές Σάββατο με τον κορυφαίο Κινέζο διπλωμάτη Ουάνγκ Γι στο περιθώριο της διάσκεψης ασφαλείας του Μονάχου, αλλά απλώς επιβεβαίωσαν τις γνωστές διαφωνίες τους. Σε αυτές προστίθεται η περίεργη ιστορία με τα μπαλόνια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές. Καθώς τα περισσότερα κράτη-μέλη ανήκουν στο ΝΑΤΟ, ευθυγραμμίζουν πλήρως την πολιτκή τους με αυτό και στέλνουν όπλα στην Ουκρανία, ακολουθώντας πιστά το αμερικανικό παράδειγμα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει, επίσης, να επιβάλλει κυρώσεις στη Ρωσία. Πρόσφατα ανακοινώθηκε ο δέκατος γύρος. Ποιος είναι, όμως, ο στόχος των κυρώσεων; Αν είναι να σταματήσει ο πόλεμος, μάλλον η αποτελεσματικότητά τους ελέγχεται. Αν είναι να φθαρεί η Ρωσία μεσομακροπρόθεσμα, τότε θα πρέπει να περιμένουμε. Η αναμονή, όμως, θα είναι ένα επικίνδυνο και κοστοβόρο ταξίδι. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της Κίνας, η Ευρώπη αγωνίζεται να ξεγλιστρήσει από την αμερικανική πίεση και να διατηρήσει την οικονομική συνεργασία που τόσο χρειάζεται. Θα δούμε έως πότε όμως.

Η διεθνής αταξία θυμίζει την κατάσταση όπως διαμορφωνόταν πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ελλάδα δεν έχει προφανώς τη δυνατότητα να επηρεάζει τις εξελίξεις που καθορίζονται από τους μεγάλους παίχτες, αλλά, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, διαδραματίζει κάποιο ρόλο. Δεν είναι τυχαίο πως σχεδόν τις ίδιες μέρες επισκέπτονται τη χώρα μας ο Άντονι Μπλίνκεν και η Κινέζα αναπληρώτρια πρωθυπουργός Σουν Τσουνλάν. Η Ουάσιγκτον έχει στόχο να ραγίσει, όσο μπορεί, τη σινοελληνική οικονομική διασύνδεση, επειδή αξιολογεί πλέον το Πεκίνο ως απειλή. Η Αθήνα αντιλαμβάνεται την ανησυχία του μεγάλου συμμάχου της, αλλά καλείται να διεκδικεί το καλύτερο δυνατό στα σινοελληνικά.

Η εμβληματική επένδυση της Cosco Shipping στο λιμάνι του Πειραιά είναι ενδεικτική του οφέλους που αποκομίζει από τη συνεργασία της με το Πεκίνο. Όπως συνέβαινε επί Κωνσταντίνου Καραμανλή, το να ανήκει μια χώρα στη Δύση δεν σημαίνει πως απαγορεύεται να κοιτάει προς την Ανατολή, όταν τα συμφέροντά της το επιβάλλουν. Η διαχείριση της κατάστασης είναι λεπτή και απαιτεί ηγεσία. Η Ελλάδα έχει ήδη χάσει τη Ρωσία λόγω της εισβολής της στην Ουκρανία και θα είναι σώφρον να μη χάσει και δεύτερο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η γειτονιά μας είναι επικίνδυνη.

Τελειώνοντας, καθώς έγινε ήδη αναφορά στους κινδύνους που υφίστανται στη γειτονιά μας, η επίσκεψη του Άντονι Μπλίνκεν, αποτελεί μία καλή ευκαιρία να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του αμερικανικού παράγοντα στα ελληνοτουρκικά υπό συνθήκες σχετικής ύφεσης. Οι φονικοί σεισμοί αλλάζουν το κλίμα, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, που δεν μπορεί με βεβαιότητα να προσδιοριστεί. Μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία υπάρχουν δύο δρόμοι: είτε επαναφορά στη γνωστή ένταση, είτε προσπάθεια διαλόγου για την υφαλοκρηπίδα. Στόχος της Ελλάδας είναι να εξασφαλίσει την αμερικανική υποστήριξη σε οποιοδήποτε από τα δύο σενάρια. H διαρκής και καλοδεχούμενη βελτίωση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν συνεπάγεται αυτόματη αλλαγή της αμερικανικής προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά. Χρειάζεται να ξεχωρίζουμε τα δύο και να επιμείνουμε στο δεύτερο. Και εδώ απαιτείται πολιτική και διπλωματική μαεστρία.