Skip to main content

Παραμένουμε αντιμέτωποι με επιδημίες ασθενειών παρά τους εμβολιασμούς

Δύο από τα πλέον σοβαρά προβλήματα στον χώρο της υγείας που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον είναι τα μεταδοτικά νοσήματα και η μικροβιακή αντοχή. Ειδικότερα, όπως ανέφερε ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής της αρμόδιας Διεύθυνσης Υγείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Sante) Martin Seychell, κατά τη διάρκεια του 20ού European Health Forum Gastein, τα τελευταία χρόνια «επικεντρωθήκαμε στις μη μεταδοτικές ασθένειες και τώρα είμαστε αντιμέτωποι με επιδημίες ασθενειών που νομίζαμε ότι έχουμε εξαλείψει εδώ και καιρό» χάρη στους εμβολιασμούς. 

Την ίδια στιγμή σημειώνεται ότι σχετικά με τη μικροβιακή αντοχή, η Κομισιόν διαμορφώνει ήδη ένα νέο Σχέδιο Δράσης, που θα αφορά στην εφαρμογή πολιτικών για την αντιμετώπιση αυτού του σοβαρού προβλήματος, σε συνέχεια του πρώτου Σχεδίου που κατέγραφε το πρόβλημα.

Να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα εμφανίζεται στη 2η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών στη χρήση αντιβιοτικών χωρίς συνταγή, ενώ πρόσφατα βρέθηκε και στο επίκεντρο λόγω των κρουσμάτων ιλαράς τα οποία αποδόθηκαν στο γεγονός ότι η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού είχε κάποια κενά. 

Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Seychell, ένας σημαντικός λόγος που βρίσκεται πίσω από τη μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης είναι και αύξηση του κόστους, των προβλημάτων εφοδιασμού λόγω του ιδιαίτερου τρόπου παραγωγής των εμβολίων και η αποεπένδυση των κυβερνήσεων στον τομέα της πρόληψη.

Ο κ. Seychell ανέφερε ότι ο προϋπολογισμός για την πρόληψη της υγειονομικής περίθαλψης είναι μόνο 3% και μειώθηκε σε 2,7%. Πρόσθεσε επίσης ότι «πρέπει να επενδύσετε στην πρόληψη και δεν θα πρέπει να βρίσκεται σε προτεραιότητα όταν υπάρχει ανακατανομή των πόρων». Επίσης είναι απαραίτητο να καλυφθούν οι ανεπάρκειες στον εμβολιασμό, να μειωθεί ο περιττός κατακερματισμός και να χρησιμοποιηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Οι παραπάνω διευκρινίσεις αφορούν απόλυτα τη χώρα μας, η οποία λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής επί της ουσίας δεν επενδύει καθόλου στην πρόληψη. Μάλιστα το κόστος των εμβολίων, το οποίο εκτιμάται στα 110 εκατ. ευρώ, περιλαμβάνεται στην εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη του 1,945 δισ. ευρώ και φυσικά υπόκειται σε clawback. 

Επιβαρύνσεις

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά εκπρόσωποι των φαρμακευτικών εταιρειών, η ανοσοποίηση έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στη δημόσια υγεία. Παρ’ όλα αυτά, τα εμβόλια υποβάλλονται σε clawback, καθώς το κόστος περιλαμβάνεται στη συνολική εξωνοσοκομειακή δαπάνη. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια δυσμενής σχέση μεταξύ clawback και εμβολιασμού, καθώς μεγαλύτερη αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης -ένας στρατηγικός εθνικός στόχος για την υγεία- αυξάνει και το clawback για τις φαρμακευτικές εταιρείες.

Η αγορά εμβολίων υπολογίζεται στα 110 εκατ. ευρώ, τα οποία διαχωρίζονται κατά 80% σε παιδιατρικά/εφηβικά και 20% σε ενηλίκων. Το ποσό αυτό, υποστηρίζουν οι φαρμακευτικές, θα έπρεπε να εξαιρεθεί από το clawback και να μπει σε έναν προϋπολογισμό υπέρ ενός εμβολιαστικού προγράμματος που θα περιλάμβανε, εκτός από το κόστος των εμβολίων, εκστρατείες ενημέρωσης κοινού και καταγραφή της εμβολιαστικής κάλυψης. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι και ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, έχει παραδεχτεί αυτή την… αστοχία και στο πλαίσιο των προσπαθειών αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης επιδιώκει την «έξοδο» των εμβολίων από τον προϋπολογισμό για εξωνοσοκομειακά φάρμακα, χωρίς να μειωθεί ο εν λόγω προϋπολογισμός.

Το clawback σχετίζεται λοιπόν αρνητικά με την ανοσοποίηση, η οποία επί της ουσίας βοηθά στην εξοικονόμηση της δαπάνης και από μια ακόμη πλευρά. Ο εμβολιασμός ο οποίος θεωρείται μεταξύ των δέκα κορυφαίων επιτευγμάτων στη δημόσια υγεία, σε σύγκριση με τις θεραπευτικές αγωγές, δεν συμβάλλει στην υπέρβαση των φαρμακευτικών δαπανών, δεδομένου ότι τα εμβόλια χορηγούνται μόνο σε προκαθορισμένες πληθυσμιακές ομάδες σύμφωνα με τα εθνικά προγράμματα ανοσοποίησης, δεν μπορούν να συνταγογραφηθούν αδικαιολόγητα, μπορούν να αποτρέψουν την αντιμικροβιακή αντοχή και έτσι να εξοικονομηθούν χρήματα για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Κάλυψη

Παρά την υψηλή κάλυψη ανοσοποίησης στα παιδιά (πάνω από 95% σε διφθερίτιδα, τέτανο, κοκκύτη και ιλαρά με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), η Ελλάδα συνδέεται με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού σε εφήβους και ενήλικες. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι έφηβοι τείνουν να χάσουν τις τελευταίες ή αναμνηστικές δόσεις πολλών εμβολίων όπως για τη διφθερίτιδα, τον κοκκύτη και το MMR, ενώ ο εμβολιασμός του HPV εκτιμάται ότι είναι κάτω από το 20% μεταξύ των κοριτσιών. Όσον αφορά τους ενήλικες, η κάλυψη του εμβολιασμού κατά της γρίπης φθάνει το 45% με τα ποσοστά πνευμονιοκοκκικού εμβολιασμού να είναι πολύ χαμηλότερα.

Οι χαμηλοί ρυθμοί εμβολιασμού σχετίζονται με την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης σχετικών λοιμώξεων από ιούς και στη συνέχεια με την υψηλότερη χρήση αντιβιοτικών που οδηγούν σε αντιμικροβιακή αντοχή, καθώς και περίπου 150 πρόωρους θανάτους κάθε χρόνο και αυξημένη χρήση κλινών και πόρων στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού θα προστατεύσει την κοινωνική υγεία. Έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδης στόχος για κάθε σύστημα υγειονομικής περίθαλψης από πολλούς οργανισμούς όπως ο ΠΟΥ, η Ευρωπαϊκή Ένωση (κοινή δράση για τον εμβολιασμό), το ECDC, το Υπουργείο Υγείας κ.λπ.

Η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού ή η αντίδραση σε ένα επιδημικό γεγονός (όπως το γεγονός της ιλαράς σε ολόκληρη την Ευρώπη) θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του clawback για τις φαρμακευτικές εταιρείες. «Με άλλα λόγια, η φαρμακοβιομηχανία τιμωρείται για την παροχή λύσεων σε κρίσιμα θέματα δημόσιας υγείας. Οι πρόσφατες μεταβολές στην εκτίμηση του clawback επιβάλλουν ακόμη μεγαλύτερη απειλή για τα εμβόλια, δεδομένου ότι η αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού θα καταλήξει να θεωρείται ως πρόσθετη αύξηση για ορισμένες φαρμακευτικές εταιρείες και, συνεπώς, θα τους ζητηθεί να επιστρέψουν περισσότερα» αναφέρει στέλεχος μεγάλης με σημαντική παρουσία στον κλάδο των εμβολίων. «Επιπλέον, έρχεται σε αντίθεση με τους στόχους της πρόσφατα συμφωνηθείσας κοινής δράσης για τον εμβολιασμό στις χώρες-μέλη της Ε.Ε., σχετικά με την υποστήριξη εθνικών στρατηγικών και την αντιμετώπιση της διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια και τη τόνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών», συμπληρώνει.