Της Μάρως Βακαλοπούλου
[email protected]
«Μία ανθρώπινη τραγωδία, που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ». Με αυτή τη φράση περιέγραφε πριν από περίπου έναν χρόνο ο Πορτογάλος πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα τη φονική λαίλαπα στη χώρα του που άφησε πίσω 64 νεκρούς. Η τελευταία πράξη του δράματος όμως δεν είχε παιχτεί. Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο, η Πορτογαλία θρηνούσε 36 ακόμη νεκρούς. Ο πρωθυπουργός κήρυξε τη χώρα σε τριήμερο πένθος και η αρμόδια υπουργός υπέβαλε την παραίτησή της. Οι ομοιότητες με την «ανείπωτη τραγωδία» της Ελλάδας, όπως τη χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κηρύσσοντας επίσης τη χώρα σε τριήμερο πένθος, είναι πολλές. Υπάρχουν ωστόσο και διαφορές. Στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμία παραίτηση, καμία ανάληψη ευθύνης.
Οι πυρκαγιές είναι μόνιμο φαινόμενο στην Πορτογαλία τους θερινούς μήνες. Σύμφωνα με τα περσινά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, την περίοδο 1993-2013, η Πορτογαλία – παρά το γεγονός ότι είναι μία μικρή χώρα – είχε περισσότερες πυρκαγιές από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία ή την Ελλάδα. Η καταστροφή στην Αττική ίσως αλλάξει τα δεδομένα για το 2018.
Τι είναι όμως αυτό που καθιστά και τις δύο αυτές χώρες «προσάναμμα» κάθε καλοκαίρι; Τι θα μπορούσε να είχε κάνει πέρσι η Πορτογαλία και φέτος η Ελλάδα, προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή;
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί αναμφισβήτητα έναν παράγοντα, και μάλιστα σημαντικό, στην έξαρση των πυρκαγιών. Σύσσωμη η επιστημονική κοινότητα συμφωνεί ότι οι υψηλές θερμοκρασίες παρατείνουν την «περίοδο των πυρκαγιών» από τους δύο στους πέντε μήνες. Αμφότερες η Πορτογαλία και η Ελλάδα «κάηκαν» έπειτα από μία περίοδο ξηρασίας, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες που άγγιξαν ή ξεπέρασαν κατά τόπους τους 40 βαθμούς Κελσίου.
Οι μεγάλες δασικές εκτάσεις, και για την ακρίβεια οι παραμελημένες δασικές εκτάσεις αποτελούν ένα ακόμη κοινό των δύο χωρών. Ειδικότερα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και οι πολιτικές χρήσης γης σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, συντελούν πολύ στο φαινόμενο «πυρκαγιά εκτός ελέγχου».
Η κυβερνητική στρατηγική για την καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών υπήρξε στην Πορτογαλία – όπως και στην Ελλάδα – πεδίο σφοδρής κριτικής. Η οικονομική κρίση έχει παίξει και στις δύο χώρες τον ρόλο της, τουλάχιστον όσον αφορά τα μέσα πυρόσβεσης. Στην τραγωδία της Πορτογαλίας όμως, η έμφαση δόθηκε πρωτίστως στο κατά πόσον ήταν άμεση η ανταπόκριση και δευτερευόντως στη μακροπρόθεσμη διαχείριση που θα μειώσει τον κίνδυνο. Η κριτική ήταν σφοδρή τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προσωπικά προς την υπουργό Εσωτερικών Κονστάντσα Ουρμπάνου ντε Σόουζα, η οποία αναγκάστηκε τελικά τον Οκτώβριο του 2017 να παραιτηθεί. «Οι πολιτικές και προσωπικές συνθήκες δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω. Φεύγω για να σώσω την αξιοπρέπειά μου», είχε δηλώσει η Ντε Σόουζα. Είχε επίσης υποστηρίξει ότι είχε υποβάλει την παραίτησή της στον πρωθυπουργό από τον Ιούνιο, αλλά τότε δεν είχε γίνει δεκτή.
Η πορτογαλική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να εξετάσει όλα τα θέματα τα οποία μπορεί να συνέβαλαν στο μέγεθος της καταστροφής. Αρκετοί και στην Ισπανία υποστήριζαν για παράδειγμα ότι ένα σύγχρονο σύστημα συναγερμού – μέσω κινητού τηλεφώνου – θα μπορούσε να είχε σώσει πολλές ζωές.
Αρκετοί ήταν επίσης οι Πορτογάλοι πυροσβέστες που κατήγγειλαν πέρσι σοβαρές ελλείψεις εξοπλισμού. Στην Ελλάδα, λίγες μόλις μέρες πριν από τις φονικές φλόγες, η Ένωση Αξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος απηύθυνε πρόταση-πρόσκληση στην ηγεσία του υπουργείου προστασίας του Πολίτη, την Πυροσβεστική Ηγεσία και τους συνδικαλιστικούς φορείς του Πυροσβεστικού Σώματος για την ανάληψη «γενναίας» πρωτοβουλίας που να θέτει σε προτεραιότητα την υγεία και την ασφάλεια των πυροσβεστών. Μεταξύ άλλων χαρακτήριζαν γραφικό εν έτει 2018 να φωνάζουν για τα αυτονόητα: μέσα ατομικής προστασίας, ανανέωση του πυροσβεστικού στόλου, καλή και άμεση συντήρηση του υπάρχοντος.