Σηματοδοτεί η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών το τέλος της πολύχρονης διαμάχης Ελλάδας – ΠΓΔΜ; Θα έπρεπε να τεθεί η συμφωνία στην κρίση των πολιτών; Και γιατί είναι τόσο σημαντικό το ζήτημα και για τα υπόλοιπα Βαλκάνια;
Την προσεχή Πέμπτη αναμένεται να κυρωθεί τελικά από την Ολομέλεια της ελληνικής Βουλής η Συμφωνία των Πρεσπών. Αρκετοί Ευρωπαίοι σχολιαστές κάνουν λόγο για το «αίσιο τέλος μιας πολύχρονης διελκυστίνδας» που θα ωφελήσει εν τέλει μακροπρόθεσμα και τις δυο πλευρές. Συμφωνεί με αυτή την ανάγνωση ο Αυστριακός πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός Φλόριαν Μπίμπερ, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς;
«Εάν κυρωθεί η συμφωνία στην Ελλάδα τότε τίθενται επιτέλους σε ισχύ οι συνταγματικές αλλαγές στα Σκόπια και έτσι λύνεται το ζήτημα. Ουσιαστικά από εκεί και πέρα δεν υπάρχει πλέον επιστροφή […]. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντιστάσεις […] και στις δυο χώρες. Εκτιμώ όμως ότι δεν είναι σε θέση να θέσουν σε κίνδυνο την υλοποίηση της συμφωνίας. Αναμφίβολα υπάρχουν ακόμη ορισμένα προσκόμματα στην υλοποίησή της, όσον αφορά για παράδειγμα τα βιβλία ιστορίας, τα αγάλματα στα Σκόπια κ.α. Δεν πρόκειται όμως για εμπόδια που να μπορούν να προκαλέσουν την κατάρρευση της διαδικασίας. Υπό αυτήν την έννοια εκτιμώ λοιπόν ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν θετικά».
Αναγκαία η οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης
Δεδομένης της έντασης που προκαλεί το ζήτημα και στις δυο χώρες ο επικεφαλής του Κέντρου Νοτιοευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς εκτιμά ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν σηματοδοτεί το τέλος της διαδικασίας προσέγγισης μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων, αλλά ένα πολύ μεγάλο βήμα, το οποίο θα πρέπει να ακολουθήσουν τώρα πολλά μικρότερα. «Η ίδια η συμφωνία προβλέπει την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης μετά την κύρωσή της. Οι διαδηλώσεις καταδεικνύουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αναγκαία. Ως εκ τούτου η συμφωνία δεν είναι το τελευταίο στάδιο, αλλά περισσότερο μια αφετηρία για την κοινή αντιμετώπιση των προκαταλήψεων, των ανησυχιών και του φόβου που υπάρχει και στις δυο πλευρές».
Ο καθηγητής εκτιμά πάντως ότι η οργή που εκφράστηκε στις διαδηλώσεις στην Ελλάδα δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον το ζήτημα της ονομασίας, αλλά συνδέεται εν μέρει και με την πολιτική και οικονομική κατάσταση. «Στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, είδαμε πριν μερικούς μήνες η οργή για τα μέτρα περικοπών και η δυσαρέσκεια έναντι της κυβέρνησης να αποκρυσταλλώνεται στο ζήτημα του ονόματος. Η οργή αυτή λοιπόν είχε και άλλα αίτια πέρα από τον συμβιβασμό (με τα Σκόπια)».
Πώς σχολιάζει ο Φλόριαν Μπίμπερ την πρόταση περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος στην Ελλάδα επί της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως έγινε και στη γειτονική χώρα; «Τέτοια συμβολικής σημασίας ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν σε ένα δημοψήφισμα διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος εργαλειοποίησης του ζητήματος από εθνικιστικούς κύκλους. Ζητήματα όπως αυτό δεν ενδείκνυνται για ένα δημοψήφισμα διότι υπάρχει το ρίσκο να εντείνει την υφιστάμενη πόλωση και να μην διευκολύνει την εξεύρεση λύσης. Στην Ελλάδα υπάρχει εδώ και μήνες -αν όχι χρόνια- πολιτική αστάθεια. Εξαρχής ήταν μια περίεργη συμμαχία μεταξύ ενός ακροδεξιού κόμματος, των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και των αριστερών λαϊκιστών του ΣΥΡΙΖΑ. Η κατάρρευσή της ήταν προδιαγεγραμμένη και εν τέλει σκηνοθετημένη, με τους ΑΝΕΛ να ελπίζουν ότι με αυτήν την πόλωση θα ξαναμπούν στη Βουλή».
«Ο αντίλογος της Ελλάδας δεν ήταν αξιόπιστος»
Πώς σχολιάζει ο καθηγητής Μπίμπερ τη στάση των Ευρωπαίων και της γερμανικής κυβέρνησης ειδικότερα που στηρίζουν αναφανδόν τη Συμφωνία των Πρεσπών προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την ένταξη της χώρας σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ; «Από την απαρχή της διένεξης ήταν ιδιαίτερα προβληματικό για την υπόλοιπη Ε.Ε. που η ένταξη μιας χώρας μπλόκαρε εξαιτίας του βέτο μιας μεμονωμένης χώρας. Και θα πρέπει να πει κανείς ότι η ελληνική θέση ήταν ανέκαθεν αρκετά προβληματική […] και μη αξιόπιστη καθώς στην Ε.Ε. υπάρχουν πολλά παραδείγματα γειτονικών περιοχών με την ίδια ονομασία. Για παράδειγμα το Λουξεμβούργο και η ομώνυμη επαρχία στο Βέλγιο ή το Στάιερμαρκ σε Σλοβενία και Αυστρία. Το γεγονός ότι η Ελλάδα έκανε χρήση του βέτο υπονόμευσε την αξιοπιστία του ΝΑΤΟ αλλά και της Ε.Ε. στα Βαλκάνια».
Όπως σημειώνει ο πολιτικός επιστήμονας, η ένταξη των Σκοπίων σε Ε..Ε και ΝΑΤΟ αποκαθιστά την αξιοπιστία τόσο των Ευρωπαίων όσο και της βορειοατλαντικής συμμαχίας και στέλνει ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό μήνυμα και προς τις υπόλοιπες χώρες των Βαλκανίων που επιθυμούν να ενταχθούν στις ευρωατλαντικές δομές.