Διαπραγμάτευση για ενιαία συμφωνία με ενιαία προαπαιτούμενα διεξάγει η κυβέρνηση όπως τονίζουν κυβερνητικοί κύκλοι και ασκούν κριτική στην τοποθέτηση του εκπροσώπου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο Τζέρι Ράις επισημαίνοντας ότι τα στοιχεία για τις συντάξεις δεν τον επιβεβαιώνουν ενώ εξηγούν τη μη συμμετοχή του Ταμείου στην πολιτική διαπραγμάτευση ως πίεση προς όλους, Κομισιόν, ΕΚΤ και Ελλάδα.
Όπως αναφέρουν, η ελληνική πλευρά έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι οι διαπραγματεύσεις στα τεχνικά κλιμάκια και στο Brussels Group έχουν ολοκληρωθεί και ότι «η διαπραγμάτευση συνεχίζεται σε πολιτικό πλέον επίπεδο» .
Μάλιστα, επισημαίνουν ότι αυτό αναγνώρισε και ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις ο οποίος είπε ότι πράγματι η συζήτηση στις Βρυξέλλες διεξάγεται σε πολιτικό επίπεδο, στο οποίο δεν θέλει να εμπλακεί -«δεν είμαστε πολιτικός θεσμός, είμαστε τεχνικός θεσμός», ήταν η ακριβής φράση του.
Σχολιάζουν οτι η φράση αυτή δείχνει και «μια εσωτερική διαφωνία μεταξύ των θεσμών και πίεση του ΔΝΤ προς τους εταίρους του [Κομισιόν και ΕΚΤ] να επανέλθουν στο «σωστό δρόμο» της τεχνικής διαπραγμάτευσης».
Οι ίδιες πηγές ανέφερε ότι το «σήμα πήρε ήδη ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ» δηλώνοντας ότι «οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν ξανά, πρώτα σε τεχνικό επίπεδο και μετά σε πολιτικό» προκειμένου να «ηρεμήσει» το ΔΝΤ. Πρόσθεσε, βέβαια, για να συνεχιστεί η πίεση προς την ελληνική πλευρά ότι «μια συμφωνία είναι απαραίτητη τις επόμενες ημέρες. Η μπάλα είναι στο ελληνικό γήπεδο».
Εξηγούν ότι η μη συμμετοχή του ΔΝΤ στην πολιτική διαπραγμάτευση δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από πίεση προς όλους -Κομισιόν, ΕΚΤ και Ελλάδα.
Οι ίδιοι κύκλοι επικαλούνται τη διευκρίνιση του κ. Ράις ότι «το ΔΝΤ ποτέ δεν φεύγει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων» και αν χρειαστεί θα επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις.
«Ίσως το ΔΝΤ να πιστεύει ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να εισέπραττε τα χρήματα που έχει δώσει έως σήμερα και να έφευγε από το πρόγραμμα της Ελλάδας. Πιέζει, λοιπόν, προς όλες τις κατευθύνσεις -κυρίως προς το Βερολίνο- με στόχο να εφαρμοστούν σκληρές πολιτικές στην Ελλάδα προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματά του» υπογράμμιζαν κυβερνητικές πηγές.
Σχετικά με τις αναφορές του κ. Ράις στο ύψος των συντάξεων στην Ελλάδα, οι ίδιες πηγές σχολίαζαν ότι τα στοιχεία δεν τον επιβεβαιώνουν.
«Η μέση σύνταξη στην Ελλάδα, ανά κατηγορία σύνταξης, είναι για την κύρια 664,69 ευρώ και για την επικουρική 168,40 ευρώ. Το 44,8%, μάλιστα, των συνταξιούχων [1.189.396 από τους 2.654.784 συνολικά] παίρνουν μηνιαία σύνταξη κάτω από το σταθερό όριο της σχετικής φτώχειας, που είναι 665 ευρώ».
Πάντως, σημείωναν ότι ότι ο μέσος όρος των μηνιαίων συντάξεων σε Ελλάδα και Γερμανία είναι περίπου ο ίδιος.
Συνεχίζοντας, προσθέτουν ότ στην Ελλάδα για την κάλυψη του ελλείμματος των συντάξεων ο κρατικός προϋπολογισμός δίνει 9% του ΑΕΠ [ο κ. Τζέρι Ράις είπε το 10%] ενώ στην Γερμανία το 3% του ΑΕΠ.
Η διαφορά, όμως, είναι μόλις 1,5 ποσοστιαία μονάδα καθώς από το 9% του ΑΕΠ το 4,55% αποτελεί μέρος της τριμερούς χρηματοδότησης και μόνο το υπόλοιπο 4,45% αποτελεί κρατική επιχορήγηση για την κάλυψη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος [στοιχεία από Ageing Report 2012].
Ο μέσος όρος συνταξιοδότησης στην Ελλάδα για τους άνδρες είναι 63 ετών και για τις γυναίκες 59. Στην Γερμανία είναι ο ίδιος για τους άνδρες [63ο έτος] και για τις γυναίκες το 62ο έτος [στοιχεία OECD, Pension at Glance 2011]. «Ο κ. Τζέρι Ράις είχε ισχυριστεί ότι ο μέσος όρος συνταξιοδότησης στην Γερμανία είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος από την Ελλάδα» παρατηρούν.
Αναφορικά με την στάση της ελληνικής κυβέρνησης, οι ίδιες πηγές επαναλαμβάνουν ότι διαπραγματεύεται για μια ενιαία συμφωνία που θα περιλαμβάνει ενιαία προαπαιτούμενα [conditionality] και έχει καταθέσει την πρότασή της που συμπυκνώνεται σε:
- Χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, κυρίως φέτος και το 2016, ώστε να διασπαστεί ο μηχανισμός αναπαραγωγής της λιτότητας.
- Καμιά νέα περικοπή σε μισθούς και συντάξεις, σε μέτρα δηλαδή που θα εντείνουν την κοινωνική ανισότητα και θα ξαναφέρουν την οικονομία στο σπιράλ της ύφεσης.
- Αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους.
- Ισχυρό πρόγραμμα επενδύσεων [αναπτυξιακό πακέτο].
Προσθέτουν ακόμη ότι η κυβέρνηση, μετά τις επαφές με Μέρκελ, Ολάντ, Γιουνκέρ και άλλους ευρωπαίους αξιωματούχους, είναι έτοιμη, όπως έχει συμφωνηθεί, να εντατικοποιήσει τις διαβουλεύσεις, προκειμένου να ολοκληρωθεί σύντομα η συμφωνία. Γι’ αυτό τον λόγο θα συνεχίσει να εργάζεται πάνω στα εναπομείναντα θέματα, όπως το δημοσιονομικό και η βιωσιμότητα του χρέους.