Skip to main content

Αποδοκιμασίες κατά Ν. Κοτζιά έξω από το αλβανικό ΥΠΕΞ

Δέκτης αποδοκιμασιών από διαδηλωτές που κρατούσαν αλβανικές σημαίες και φώναζαν συνθήματα περί Τσαμουριάς έγινε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς έξω από το αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών.

Ο κ. Κοτζιάς βρίσκεται στα Τίρανα, όπου είχε συνάντηση με τον Αλβανό ομόλογό του Ντιτμίρ Μπουσάτι. 

«Θα πρέπει να προσέχουμε, όταν μιλάμε για τους Τσάμηδες» τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον κ. Ντιτμίρ Μπουσάτι, αρνούμενος την ύπαρξη ζητήματος Τσάμηδων.

Ειδικότερα, ερωτηθείς από Αλβανό δημοσιογράφο, αποσαφήνισε ότι υπάρχουν δύο ομάδες Τσάμηδων, «οι Αλβανοί που ζουν στην Αλβανία και οι παλιοί Τσάμηδες, αυτοί οι εξισλαμισμένοι χριστιανοί του 1611, οι οποίοι είναι σήμερα Έλληνες πολίτες», εξηγώντας ότι «υπήρξαν» και ορισμένοι Τσάμηδες που συνεργάστηκαν με τον Γερμανό κατακτητή, που είχαν φτιάξει τα επιτροπάτα ελέγχου και λεηλασίας της περιουσίας του υπόλοιπου πληθυσμού σε περιοχές της Ηπείρου, οι οποίοι καταδικάστηκαν από τα ελληνικά δικαστήρια με βάση τον νόμο και τον διεθνή νόμο, οι οποίοι, σε αντίθεση με άλλους δοσίλογους στην Ευρώπη, εγκατέλειψαν τη χώρα και δεν εκτελέστηκαν».

«Για εμάς δεν υπάρχει το πρόβλημα με τον τρόπο που το αντιμετωπίζει η γείτονη μας πλευρά. Έχουμε διαφορετική προσέγγιση και όλα είναι γνωστά από την σκοπιά της ιστορίας» πρόσθεσε.

Σε ερώτηση σχετικά με το «εμπόλεμο», επίσης από Αλβανό δημοσιογράφο, ο υπουργός Εξωτερικών τόνισε πως «η Ελλάδα πιστεύει ότι με τη δήλωση του υπουργικού Συμβουλίου το 1987, ότι δεν είμαστε σε πόλεμο», επισημαίνοντας ότι επίσης «αληθεύει το Σύμφωνο Φιλίας μας το 1996, που είναι σύμφωνο ανάμεσα σε δυο χώρες που είναι φιλικές». Και προσέθεσε: «Η ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ και η προοπτική ένταξης της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μας κάνει όχι απλώς φίλους, αλλά και εταίρους. Αν υπάρχουν, από την άλλη πλευρά αμφιβολίες για το αν είμαστε ή δεν είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση, θα είναι αντικείμενο της κουβέντας που θα γίνει και νομίζω ότι θα βρούμε και οι δύο ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα».

Υπενθυμίζεται ότι τόσο ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα το Σάββατο όσο και ο υπουργός Εξωτερικών της γειτονικής χώρας Ντιτμίρ Μπουσάτι, την περασμένη εβδομάδα, με δηλώσεις τους αναφέρθηκαν στην ύπαρξη «τσαμικού ζητήματος».

Και ενώ ο κ. Μπουσάτι έλαβε την αυστηρή απάντηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών ότι «τσαμικό ζήτημα δεν υφίσταται» καθώς και ότι «η επαναλαμβανόμενη ανακίνηση ενός ανυπάρκτου θέματος από τις επίσημες αλβανικές Αρχές κάθε άλλο παρά εξυπηρετεί τις διμερείς μας σχέσεις», το Σάββατο, δύο ημέρες πριν την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στα Τίρανα- ο κ. Ράμα επανήλθε στο ίδιο θέμα με δηλώσεις του για το, ανύπαρκτο, όπως τονίζει η Αθήνα, ζήτημα, στο συνέδριο των κόμματος των Τσάμηδων.

Για την ελληνική πλευρά τσαμικό ζήτημα δεν υφίσταται, όπως είχαν επισημάνει προ εβδομάδος, κύκλοι του ΥΠΕΞ, καθώς «κατά τη διάρκεια της κατοχής από τις δυνάμεις του ‘Αξονα, οι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους φασίστες και ναζιστές κατακτητές και αποχώρησαν από την Ήπειρο πρωτοβούλως, ομαδικά και οριστικά, ακολουθώντας τις εχθρικές δυνάμεις».

Την Κυριακή, το υπουργείο Εξωτερικών, αντιδρώντας στην τοποθέτηση του Αλβανού πρωθυπουργού, ζήτησε από την Αλβανία «πολιτικό πολιτισμό, σοβαρότητα, πιστή εφαρμογή των αρχών της Ε.Ε. και σεβασμό στα ακριβή γεγονότα της Ιστορίας» και «των δικαστικών αποφάσεων ειδικά όταν πρόκειται για εγκλήματα πολέμου», καλώντας την να μην ανακινεί ανύπαρκτα ζητήματα και να μη διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικότητα.

«Ο απαιτούμενος πολιτικός πολιτισμός μεταξύ γειτόνων» τόνιζε το ΥΠΕΞ «προϋποθέτει σοβαρότητα, σεβασμό στα ακριβή γεγονότα της Ιστορίας και όραμα για σχέσεις που δεν θα επηρεάζονται, βέβαια, από την κατάφωρη, ηθελημένη ή μη, διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά θα βασίζονται στην οικοδόμηση επάνω σε ισχυρά θεμέλια ενός μέλλοντος που θα διασφαλίζει ουσιαστική πρόοδο στις διμερείς σχέσεις και θα συμβάλει στη σταθερότητα και ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής».

Μάλιστα, το υπουργείο Εξωτερικών έστελνε το μήνυμα ότι η Αλβανία «θα πρέπει να αντιληφθεί ότι η ευρωπαϊκή της πορεία εξαρτάται από την πιστή εφαρμογή των πέντε αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων, είναι και ο σεβασμός της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου». «Αυτό προϋποθέτει ότι θα σέβεται τις αποφάσεις των δικαστηρίων, ειδικά όταν πρόκειται για εγκλήματα πολέμου, και αντί να ανακινεί ανύπαρκτα ζητήματα να εφαρμόζει τα προαπαιτούμενα και τις δεσμεύσεις της όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων της γηγενούς Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας» κατέληγε.