Τη συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή υπέγραψε την Παρασκευή, ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος, Γιάννης Τσιρώνης, εκπροσωπώντας την Ελλάδα στην ειδική εκδήλωση του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο κ. Τσιρώνης τόνισε πως πλέον όλοι αναγνωρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια σημαντική παγκόσμια πρόκληση και οι ευρωπαϊκές προσπάθειές για την αντιμετώπιση της έχουν μετατρέψει την Ε.Ε σε μια από τις αποδοτικές οικονομίες στον κόσμο, με χαμηλά επίπεδα εκπομπών CO2 ανά ΑΕΠ.
Επισήμανε δε, ότι η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε, πιστεύει ακράδαντα ότι μια οικονομία υψηλής ενεργειακής απόδοσης και χαμηλών εκπομπών άνθρακα μπορεί να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη.
Ο Έλληνας υπουργός σημείωσε ότι «αναγνωρίζουμε πλήρως τη σχέση μεταξύ της βιώσιμης ανάπτυξης και της κλιματικής αλλαγής και στο πλαίσιο αυτό, η Ατζέντα 2030 του ΟΗΕ πρέπει να συμβαδίζει με την εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων». Συνεπώς – πρόσθεσε – υπάρχει ένα τεράστιο έργο μπροστά, δεδομένου ότι οι παγκόσμιες εκπομπές εξακολουθούν να αυξάνονται και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μεγεθύνονται.
Τέλος, ο κ. Τσιρώνης υποστήριξε ότι ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής δεν είναι απλώς ένα περιβαλλοντικό θέμα. Επικαλούμενος ως παράδειγμα τις αντιδράσεις που προκαλούνται σε ορισμένες χώρες από την πιθανή φιλοξενία μερικών εκατοντάδων χιλιάδων Σύρων προσφύγων, εξήγησε ότι «αυτό μας δίνει μια ιδέα για τις πιθανές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να προκληθεί από την εκτόπιση εκατομμυρίων κλιματικών προσφύγων».
Στην εκδήλωση, το «παρών» έδωσαν αρχηγοί κρατών και υπουργοί Περιβάλλοντος από 170 διαφορετικές χώρες. Η υπογραφή της Συμφωνίας αποτελεί το πρώτο βήμα για την αποτελεσματική υλοποίηση της, ενώ θα ακολουθήσει η επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια.
Η Συμφωνία θα τεθεί σε ισχύ μόλις επικυρωθεί από 55 χώρες που είναι υπεύθυνες τουλάχιστον για το 55% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σημειώνεται ότι η Συμφωνία προβλέπει τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη έως το 2100 πολύ κάτω από τους 2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, στοχεύοντας στον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας σε 1,5° C.