Skip to main content

Ιράν και εμπόριο δυναμιτίζουν τις διατλαντικές σχέσεις

της Νατάσας Στασινού
[email protected] 

Παρά τις αλλεπάλληλες επαφές και συναντήσεις και τις διαβεβαιώσεις από επίσημα χείλη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ότι υπάρχει επιθυμία για κοινό βηματισμό στις κορυφαίες προκλήσεις, που αντιμετωπίζει ο πλανήτης σε γεωπολιτικό και οικονομικό επίπεδο, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να απομακρύνονται αντί να συγκλίνουν. 

Το πρώτο ανοιχτό μέτωπο είναι η μεταξύ τους εμπορική αντιπαράθεση. Η Ένωση έχει εξασφαλίσει παράταση μόλις ενός μήνα, έως την 1η Ιουνίου, στο καθεστώς εξαίρεσης από τους αμερικανικούς δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο. Ολοένα και περισσότεροι προειδοποιούν πως το διάστημα, που απομένει δεν αρκεί για να βρεθεί κοινός τόπος. Και εδώ η ευθύνη δεν βαρύνει βεβαίως μόνο την αμερικανική πλευρά, καθώς στους κόλπους της κοινότητας επικρατεί διχογνωμία για τη διαπραγματευτική στάση, που πρέπει να τηρηθεί. Το δεύτερο μέτωπο- που φουντώνει επικίνδυνα το τελευταίο διάστημα- δεν είναι άλλο από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Εδώ τα περιθώρια είναι ακόμη πιο στενά, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος θα αποκαλύψει στις 12 Μαΐου τι ακριβώς προτίθεται να πράξει. Με την προθεσμία να πλησιάζει, η Τεχεράνη έχει ανεβάσει επικίνδυνα τους τόνους και η ανησυχία των Ευρωπαίων είναι εμφανής. 

Ξεκινώντας από το μέτωπο του εμπορίου, το ερώτημα είναι ένα: Είναι αναπόφευκτος τελικά ένας «πόλεμος» ευρείας κλίμακας; Οι προσπάθειες της Κομισιόν να προσεγγίσει τις ΗΠΑ με μία λιγότερο φιλόδοξη εκδοχή της εμπορικής συμφωνίας TTIP, που έχει μπει στον πάγο- δεν φαίνεται να έχει αποδώσει καρπούς. 

Το Βερολίνο, το οποίο και θα δεχθεί το μεγαλύτερο- με διαφορά πλήγμα- σε περίπτωση ενός εμπορικού πολέμου, θέλει και αυτό μία συμφωνία, η οποία να επικεντρώνεται στον βιομηχανικό τομέα και να οδηγήσει σε μείωση των δασμών. Το Παρίσι επιθυμεί μία ευρύτερη διαπραγμάτευση, η οποία θα έχει ως στόχο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του: την περίσσεια παραγωγή χάλυβα στην παγκόσμια αγορά. Και εκεί θα μπορούσε να υπάρξει κοινό μέτωπο έναντι της Κίνας.  Εάν τίποτα από τα δύο δεν καταστεί εφικτό, στόχος προκειμένου να αποτραπεί ο εμπορικός πόλεμος είναι να υπάρξει έστω ένα deal ανταλλαγμάτων, στο οποίο η Ευρώπη θα κερδίζει μόνιμη εξαίρεση από δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, μειώνοντας με τη σειρά της αισθητά τους δασμούς σε εισαγωγές αμερικανικών αυτοκινήτων και ενδεχομένως αγροτικών και φαρμακευτικών προϊόντων. 

Οι επιπτώσεις της αμερικανικής πολιτικής γίνονται ήδη αισθητές σε ευρωπαϊκό έδαφος και δεν έχουν να κάνουν μόνο με το εάν θα πετύχει εξαίρεση η Ε.Ε.. Οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες ανησυχούν ίσως περισσότερο για τον ανταγωνισμό από τις εισαγωγές από τρίτες χώρες παρά για το εάν θα μπορούν να εξάγουν χωρίς δασμούς τα προϊόντα τους σε αμερικανικό έδαφος. 

Η Γερμανική Ένωση Χάλυβα ήδη προειδοποίησε σήμερα για ένα «τσουνάμι» εισαγωγών χάλυβα από τη Ρωσία και την Τουρκία ως αποτέλεσμα των αμερικανικών δασμών. Οι ξένες χαλυβουργίες από τη στιγμή που αποκλείονται από την αμερικανική αγορά στρέφονται στην ευρωπαϊκή, εντείνοντας τις πιέσεις στις τοπικές χαλυβουργίες, που τα τελευταία χρόνια ήρθαν αντιμέτωπες με ισχυρές πιέσεις και μεγάλη «αιμορραγία» θέσεων εργασίας. 

Το μέτωπο του Ιράν είναι ακόμη πιο καυτό. Γερμανία, Βρετανία και Γαλλία προσπαθούν να πείσουν με κάθε τρόπο τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, πως εάν τελκά αποσύρει τις ΗΠΑ από την πολυμερή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα οι επιπτώσεις θα είναι δραματικές. «Θα ανοίξουμε το κουτί της πανδώρας» διεμήνυσε χθες ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος πάντως δεν αισιοδοξεί ιδιαίτερα για αλλαγή στάσης των Αμερικανών. Αποφασισμένη να προασπιστεί τη συμφωνία δήλωσε σήμερα η γερμανική κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας ότι «κάνει τον κόσμο πιο ασφαλή». Ανάλογη θέση εξέφρασε και η Βρετανίδα πρωθυπουργός σε πρόσφατη επικοινωνία της με τον Αμερικανό πρόεδρο. 

Οι Ευρωπαίοι φοβούνται ότι η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα βγει εκτός ελέγχου. Έχουν όμως ακόμη μία ανησυχία: τις τιμές του πετρελαίου. Οι ειδικοί προειδοποιούν πως εάν ο Τραμπ σημάνει το τέλος της συμφωνίας, η τιμή (προς ικανοποίηση και της Σαουδικής Αραβίας) θα εκτιναχθεί πάνω από τα 80 ίσως και στα 100 δολάρια. Καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες τους με εισαγωγές, μία τέτοια εξέλιξη θα φρέναρε ακόμη περισσότερο την ευρωπαϊκή οικονομία, που ήδη κατεβάζει ταχύτητα.