Skip to main content

Έφη Αχτσιόγλου: Τον Αύγουστο επανέρχονται οι αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων

Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]

Τον Αύγουστο θα επανέλθουν οι δύο βασικές αρχές των συλλογικών διαπραγματεύσεων, δηλαδή, η αρχή της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων και η αρχή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο σύμβασης, όπως τόνισε για μία ακόμη φορά η yπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εργασίες του οποίου ολοκληρώνονται σήμερα στην Σόφια.

Η κ. Αχτσιόγλου αναφέρθηκε και στη στρατηγική της κυβέρνησης για επανεξέταση του επιπέδου του κατώτατου μισθού στη χώρα, μετά το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και δεδομένης της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, καλωσόρισε την πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) να ξεκινήσει έναν ευρύ διάλογο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την προς τα άνω σύγκλιση των μισθών στην ΕΕ, προκειμένου να υπάρξει μια δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου και του εισοδήματος και να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή, ενώ υπογράμμισε την υποστήριξη της κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή αυτή καμπάνια.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για τη συνεισφορά του κοινωνικού διαλόγου στην αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων αλλά και στην ουσιαστική εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η yπουργός Εργασίας υπογράμμισε τη σημασία που έχει η συζήτηση επί του παρόντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο τόσο του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων όσο και του επιπέδου των μισθών και δη του κατώτατου μισθού.

«Ακριβώς επειδή κατά τη διάρκεια της κρίσης, το κύριο μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ώθηση της ανάπτυξης υπήρξε η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επικεντρώθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας, έχει σημασία σήμερα να επανεξετάσουμε τους δύο αυτούς πυλώνες της αγοράς εργασίας από κοινού», επισήμανε η κα Αχτσιόγλου.

Η yπουργός Εργασίας, περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα, αναφέρθηκε στην κατάρρευση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του δεύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και περιέγραψε εκτενώς τις επιπτώσεις για τον κόσμο της εργασίας: «Το ποσοστό κάλυψης  των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας μειώθηκε από το 80% στο 30%, η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 27% συνολικά και πάνω από 50% στους νέους, ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εργαζομένων που κινδυνεύουν με φτώχεια ή και υλική στέρηση».

Η κ. Αχτσιόγλου κατέδειξε ως ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι θεσμοί απομακρύνονται από την εσφαλμένη θέση ότι ένα οργανωμένο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και θεσμικών εγγυήσεων για αξιοπρεπείς μισθούς μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση. «Παρατηρούμε ότι ολοένα και περισσότεροι θεσμοί αναγνωρίζουν πλέον πως η εσωτερική υποτίμηση αποδείχθηκε όχι απλώς κοινωνικά άδικη αλλά και οικονομικά αναποτελεσματική, ενώ φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο βελτίωσης της παραγωγικότητας των εργαζομένων».