Η Τζίνα Χάσπελ είναι η πρώτη γυναίκα που διορίζεται επικεφαλής της CIA, όμως ο ρόλος αυτής της πρώην αρμόδιας για τις κρυφές επιχειρήσεις μέσα στις μυστικές φυλακές όπου οι κρατούμενοι βασανίζονταν μπορεί να περιπλέξει τον διορισμό της ως διευθύντριας μιας από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες Πληροφοριών στον κόσμο.
Η Χάσπελ, 61 ετών, πρόκειται να αντικαταστήσει τον Μάικ Πομπέο, τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε για να τεθεί επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, μετά την αποπομπή του Ρεξ Τίλερσον.
Κατάσκοπος με μεγάλη εμπειρία στις κρυφές επιχειρήσεις, εντάχθηκε στην υπηρεσία το 1985 και υπηρέτησε σε πολλά μέρη του κόσμου, μεταξύ άλλων στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
«Η Τζίνα είναι υποδειγματική κατάσκοπος και αφοσιωμένη πατριώτισσα και φέρνει πάνω από 30 χρόνια πείρας στην υπηρεσία. Είναι επίσης μια έμπειρη ηγέτης με φανταστική ικανότητα να πράτει και να εμπνέει αυτούς που την περιβάλλουν», είχε δηλώσει ο Μάικ Πομπέο όταν την είχε διορίσει δεύτερη στην ιεραρχία της CIA, πριν από έναν χρόνο.
Τρεις πρώην διευθυντές της CIA και άλλοι αξιωματούχοι, μεταξύ των οποίων ο Τζέιμς Κλάπερ, πρώην διευθυντής των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, είχαν υποστηρίξει την Χάσπελ. Αντίθετα δύο Δημοκρατικοί γερουσιαστές είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για τον διορισμό της σε επιστολή τους προς τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.
«Η διαδρομή της δείχνει ότι δεν είναι κατάλληλη γι’ αυτή τη θέση», δήλωναν οι γερουσιαστές Ρον Γουάιντεν και Μάρτιν Χάινριτς.
Η Χάσπελ είχε διοριστεί το 2013 επικεφαλής των κρυφών επιχειρήσεων της CIA, αλλά είχε αντικατασταθεί έπειτα από μερικές μόνο εβδομάδες, προφανώς λόγω των πιθανολογούμενων ευθυνών της για τη δημιουργία μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 μυστικών φυλακών στο εξωτερικό στις οποίες χρησιμοποιούνταν ανακριτικές μέθοδοι που προσιδιάζουν σε βασανιστήρια.
Καταστροφή ενοχοποιητικών βίντεο
Όπως είχε γράψει τότε η Washington Post, η Χάσπελ είχε διευθύνει «μια μυστική φυλακή στην Ταϊλάνδη όπου οι κρατουμενοι υποβάλλονταν σε προσομοιώσεις πνιγμού και άλλες κακομεταχειρίσεις». Η αμερικανική εφημερίδα υποστήριζε ότι η Τζίνα Χάσπελ είχε επίσης αναμιχθεί στην καταστροφή, το 2005, ενοχοποιητικών βίντεο γι’ αυτές τις τεχνικές «προωθημένης ανάκρισης» που εφαρμόσθηκαν σε πολλούς κρατουμένους στην Ταϊλάνδη.
Οι δικηγόροι αυτών των κρατουμένων, οι οποίοι θεωρούνταν μέλη της Αλ Κάιντα, ήθελαν να πάρουν αυτά τα βίντεο για να τα παρουσιάσουν στα δικαστήρια.
Ανάμεσα στους κρατουμένους οι οποίοι υποβλήθηκαν σε βάναυσες ανακριτικές μεθόδους υπό την καθοδήγηση της Χάσπελ περιλαμβάνονταν δύο Σαουδάραβες: ο Αμπντ Αλ Ράχιμ Αλ Νασίρι, που θεωρείται ο εγκέφαλος της επίθεσης εναντίον του πετρελαιοφόρου Limburg το 2002 και της επίθεσης εναντίον του αμερικανικού πολεμικού πλοίου Cole το 2000 και ο Αμπού Ζουμπάινταχ, ο οποίος είχε θεωρηθεί το πρώτο σημαντικό μέλος του ισλαμιστικού δικτύου που συνελήφθη από τους Αμερικανούς μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Απόρρητη έκθεση γι’ αυτό το πρόγραμμα βασανιστηρίων της CIA συντάχθηκε το 2014 από την Επιτροπή της Γερουσίας για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών, όμως ο νυν πρόεδρος αυτής της Επιτροπής, Ρεπουμπλικανός, επιχειρεί εδώ και μήνες να συγκεντρώσει τα αντίγραφά της, ισχυριζόμενος ότι θέλει να αποφύγει διαρροές.
Οι Δημοκρατικοί εκφράζουν φόβους ότι ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής θέλει να καταστρέψει όλα τα αντίγραφα της έκθεσης αυτής και ότι η αλήθεια γι’ αυτό το πρόγραμμα της CIA δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ.
Στην έκθεση των 6.700 σελίδων αναφέρονται λεπτομερώς οι πολύ αμφιλεγόμενες ανακριτικές μέθοδοι και συνθήκες κράτησης των υπόπτων, με χρήση απαγορευμένων τεχνικών, όπως η προσομοίωση πνιγμού ή η στέρηση ύπνου, για την απόσπαση ομολογιών.
Μια σύνοψη 528 σελίδων της έκθεσης αυτής είχε δημοσιοποιηθεί τον Δεκέμβριο του 2014, όμως η πλήρης εκδοχή της – η οποία είναι διαβαθμισμένη – περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τις μεθόδους, ονόματα προσώπων που συμμετείχαν στα βασανιστήρια και τους τόπους όπου αυτά έλαβαν χώρα.
Ως απερχόμενος πρόεδρος, ο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος φοβόταν ότι η έκθεση θα θαφτεί, είχε κρατήσει ένα αντίγραφο για την προεδρική βιβλιοθήκη του στο Σικάγο. Όμως το αντίγραφο θα παραμείνει διαβαθμισμένο μέχρι το 2029.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Γαλλικό Πρακτορείο