Skip to main content

Όταν συνελήφθη ο Κολοκοτρώνης

της Χρύσας Χρονοπούλου

Φιλόλογος – συγγραφέας

Ήταν 6 Σεπτεμβρίου του 1833 όταν οι Βαυαροί συνελάμβαναν τον Γέρο του Μωριά μαζί με άλλους αγωνιστές της Επανάστασης. Μια ημερομηνία ντροπής για το ελληνικό κράτος.

Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια στην χώρα επικράτησε χάος. Οι ξένες δυνάμεις το κατασκεύασαν για να πείσουν τους Έλληνες ότι είναι ανίκανοι να κυβερνηθούν ή να κυβερνήσουν και έχουν την ανάγκη των ξένων προστατών. Ο Κολοκοτρώνης,  για να ησυχάσει ο τόπος, συμφώνησε να έλθει στην Ελλάδα ως βασιλιάς ο Όθων. Ο Όθων ήταν ανήλικος και μέχρι την ενηλικίωσή του από το 1832 ως το 1835 η Ελλάδα κυβερνήθηκε από μια αντιπροσωπεία Βαυαρών: τον Άρμανσμπεργκ, τον Μάουερ, τον Έιντεκ, τον Γκρένερκαι τον Άμπελ. 

Οι άνθρωποι αυτοί, υπηρετώντας το σχέδιο της Ιεράς Συμμαχίας, αμέσως βάλθηκαν να απογυμνώσουν τους Έλληνες από τους ήρωές τους. Ένας λαός χωρίς ήρωες είναι ένας χαμένος λαός. Για τον σκοπό αυτόν ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας, ο Τζαβέλας, ο Νικηταράς και άλλοι αγωνιστές οδηγήθηκαν σε άδικη δίκη με την κατηγορία ότι αυτοί με αρχηγό τον Κολοκοτρώνη συνωμοτούσαν κατά του Όθωνα. Βρέθηκαν και οι ψευδομάρτυρες, ντόπιοι γραικύλοι, να υποστηρίξουν τα σχέδιά τους.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν ο πρώτος που έπρεπε να εξαφανισθεί, γιατί υπήρξε υποστηριχτής του Καποδίστρια και φίλος των Ρώσων. Ο ήρωας συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου του 1833 μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους αγωνιστές. Φυλακίσθηκε στο Παλαμήδι σε ηλικία 63 ετών. Στις 16 Απριλίου του 1834, ξεκίνησε η δίκη του, η οποία έγινε στο παλιό τζαμί του Ναυπλίου, της  πρώτης πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και τελείωσε στις 26 Μαΐου του 1834. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν εκτέλεση στη λαιμητόμο εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της το ακροατήριο έμεινε άναυδο.

Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης από το Μελένικο Σερρών, ο οποίος αρχικά πίστεψε στην ενοχή των κατηγορουμένων. Μέλη του δικαστηρίου ήταν οι Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Σούτσος, ο Α. Βούλγαρης και ο Φ. Φραγκούλης. Ο αντιβασιλέας Μάουερ είχε εκ των προτέρων αποφασίσει να πάρει τα κεφάλια των δύο ηρώων. Για την ευόδωση των σκοπών του είχε μαζί του τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Σχινά και τον εισαγγελέα της έδρας, κάποιον Άγγλο Μάσoν.

Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο Πολυζωίδης ως πρόεδρος κάλεσε το δικαστήριο σε διάσκεψη. Πρώτος πήρε τον λόγο ο Τερτσέτης και μίλησε για την αθωότητα των δύο πολέμαρχων. Ο Σούτσος που ήταν γαμπρός του Σχινά, ψήφισε υπέρ της καταδίκης σε θάνατο. Το ίδιο ο  Βούλγαρης και ο Φραγκούλης, οι οποίοι μάλιστα έσπευσαν στον υπουργό Δικαιοσύνης για να δουν τι θα κάνουν. Αυτός έξαλλος έστειλε αστυνομικούς κλητήρες να φέρουν πίσω τους δύο αντιρρησίες, Τερτσέτη και Πολυζωίδη, που στο μεταξύ είχαν γυρίσει στα σπίτια τους.

Ο Σχινάς σπεύδει στο δικαστήριο και διατάσσει τους δύο διαφωνούντες να υπογράψουν τη θανατική καταδίκη.

«Προτιμώ να μου κόψετε το χέρι!», απαντά ο Πολυζωίδης.

«Δεν θα με έχετε συνεργό στον φόνο δύο αθώων ανθρώπων», λέει ψύχραιμα ο Τερτσέτης.

Έξαλλος ο υπουργός Δικαιοσύνης παραγγέλλει στους αστυνομικούς κλητήρες να χρησιμοποιήσουν τις ξιφολόγχες για να σύρουν τους δύο νομικούς στην αίθουσα του δικαστηρίου. Οι χωροφύλακες εκτελούν την εντολή. Χτυπούν τους δικαστές και τους σκίζουν τα ρούχα. Ο Πολυζωιδης είπε:

«Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε».

Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Οθων -αυτός «ο νεαρός Βαυαρός βλαξ», όπως τον αποκαλούσε ο Κάρολος Μαρξ- έδωσε χάρη. Τόσο ο Τερτσέτης όμως όσο και ο Πολυζωίδης απολύθηκαν από τις θέσεις τους και οδηγήθηκαν σε δίκη για την ηρωική τους στάση κατά της αδικίας και της πολιτικής σκοπιμότητας.