«Βιτρίνα» χαρακτηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τις κυβερνητικές «διακηρύξεις» για ένα «νέο ελεύθερο σχολείο και πανεπιστήμιο», που θα παρέχει «ποιοτικότερη εκπαίδευση για όλους», κατηγορώντας τη Ν.Δ. ότι «απεργάζεται ένα εκπαιδευτικό σύστημα με εντελώς διαφορετικές στοχεύσεις».
Σχολιάζοντας της προγραμματικές δηλώσεις την κυβέρνηση στον σκέλος της Παιδείας το αρμόδιο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ καταλογίζει στην ηγεσία του υπουργείου ότι με όσα εξήγγειλε «διευρύνει τις ανισότητες στην παρεχόμενη εκπαίδευση, με επίκληση της αριστείας και με πρόσχημα την αυτονομία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και τις διαφορετικές ικανότητες των παιδιών».
Συγκεκριμένα, όπως υποστηρίζει, «με την ίδρυση πρότυπων / πειραματικών σχολείων (ένα σε κάθε νομό) στη γενική,αλλά και στην επαγγελματική εκπαίδευση,καταφέρνει ισχυρό πλήγμα στις ίσες ευκαιρίες, που κατά τα άλλα επικαλείται».
«Ενώ προβάλλει τη μια πλευρά αυτής της επιλογής της, την υποτιθέμενη υποδειγματική λειτουργία αυτών των σχολείων, αποκρύβει συστηματικά την αντίστοιχή της: ότι με την ίδρυση αυτών των σχολείων οδηγεί στην υποβάθμιση όλα τα άλλα σχολεία της περιοχής, αφού τα αποστερεί από ένα αξιόλογο μαθητικό αλλά και εκπαιδευτικό δυναμικό. Δημιουργεί, συνειδητά και σκόπιμα, σχολεία διαφορετικής ταχύτηταςπου θα λειτουργούν κυρίως σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων» υποστηρίζει το Τμήμα Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Κατηγορεί επίσης την κυβέρνηση ότι «στερεί τα σχολεία από το ‘οξυγόνο’ των άμεσων διορισμών, καθώς επιμένει στην ιδεοληψία τού ‘πέντε αποχωρούν, ένας προσλαμβάνεται’. Ταυτόχρονα, όπως αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ, «ενώ προβάλλει την ανάγκη ‘σταδιακής επίλυσης’ του προβλήματος των αναπληρωτών, ουσιαστικά ακυρώνει τον προγραμματισμό της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τους 10.500 μόνιμους διορισμούς στη γενική εκπαίδευση (2020 και 2021)».
«Με την πολιτική αυτή ενισχύονται οι ελαστικές και ευέλικτες σχέσεις εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση και καλλιεργούνται συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού μεταξύ των εκπαιδευτικών» υπογραμμίζει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει επίσης ότι με την επαναφορά της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολείων η κυβέρνηση «τα οδηγεί στον ανταγωνισμό και την κατηγοριοποίηση, αλλά και την ‘τιμωρητική’ ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και τη σύνδεσή της με μισθό και βαθμό».
Παράλληλα, όπως σημειώνει, με τις εξαγγελίες της η κυβέρνηση «επιφυλάσσει ενισχυμένο ρόλο στονδιευθυντή/τη διευθύντρια του σχολείου, ένα ρόλο ‘μάνατζερ’ και όχι παιδαγωγικού καθοδηγητή, υποβαθμίζοντας αντίστοιχα τον ρόλο του συλλόγου διδασκουσών/διδασκόντων».
Σε ό,τι αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση, ο ΣΥΡΙΖΑ καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι «αγνοώντας τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλάσσει την αποκλειστική και πλήρη υποταγή στις ανάγκες των επιχειρήσεων και όχι στις συνολικές ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας». Αυτό – όπως υποστηρίζει – «γίνεται φανερό και από τη μεταφορά της ευθύνης του μεταλυκειακού έτους – τάξης μαθητείας εκτός ΕΠΑΛ, στη νέα Γ.Γραμματεία του ΥΠΑΙΘ, αλλά και από τις εξαγγελίες για ισχυρή εμπλοκή εργοδοτών στα προγράμματα και τις ειδικότητες των Επαγγελματικών Λυκείων».
Επίσης, συνεχίζει, «διευρύνει, μέχρις ασυδοσίας, τα όρια δράσης της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αφήνοντας ταυτόχρονα έκθετο στις ορέξεις των ιδιοκτητών το εκπαιδευτικό προσωπικό των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων», ενώ «επαναφέρει τη θεσμοθέτηση τράπεζας θεμάτων στο λύκειο και τον υπολογισμό των βαθμών όλων των τάξεων και όλων των μαθημάτων στο απολυτήριο, μετατρέποντας το Λύκειο σε συνεχές εξεταστικό κέντρο».
Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει πως η κυβέρνηση «ψαλιδίζει –κάθε φορά κατά βούληση- τον αριθμό των εισαγομένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα από ένα σύστημα διπλής βαθμολογικής βάσης εισαγωγής: μία βάση που ορίζει το υπουργείο Παιδείας και μία που μπορεί να ορίζει κάθε σχολή».
«Απεμπολεί, παράλληλα, το δικαίωμα της πολιτείας να καθορίζει τον αριθμό των εισακτέων σε συνεργασία με τα ΑΕΙ. Προφανώς, ο κύριος στόχος είναι η μείωση των εισακτέων και η κατάργηση τμημάτων και σχολών του Δημόσιου Πανεπιστημίου, για να δημιουργηθεί η αναγκαία πελατεία και ο ζωτικός χώρος για τα κάθε είδους κολέγια και τα εκκολαπτόμενα ιδιωτικά πανεπιστήμια» υποστηρίζει το κόμμα και συνεχίζει:
«’Απελευθερώνει’ τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών (από τι άραγε;), ανοίγοντας έτσι το δρόμο σε ανεξέλεγκτες κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες,σε αλόγιστη αύξηση των διδάκτρωνκαι σε κατάργηση της απαλλαγής από τα δίδακτρα για το 30% των φοιτητών με βάση εισοδηματικά κριτήρια που θεσμοθέτησε ονόμος 4485/2017. Μία «απελευθέρωση» που θα αποκλείσει τους οικονομικά ασθενέστερους από τις μεταπτυχιακές σπουδές και τελικά θα επιτείνει τις μορφωτικές ανισότητες».
«Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ., συνεπής με τις γενικότερες νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της συνολικής πολιτικής της, σχεδιάζει την εκπαιδευτική πολιτική της με βασικό κριτήριο όχι τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της ελληνικής κοινωνίας, αλλά τις ιδιοτελείς επιδιώξεις και τα συμφέροντα των επιχειρήσεων» καταλήγει η ανακοίνωση του κόμματος.