Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Όταν σπάει η στάμνα της καθημερινότητας, όταν παλεύεις να κρατηθείς έξω από τη λάσπη κι ας ξέρεις ότι είναι απάτη -νικητής θα είναι η πυκνή και αδυσώπητη πολτώδης μάζα-, όταν κεραυνοβολείσαι από μια ασθένεια, όταν αναστέλλεται όχι μόνο η σύμβασή σου, αλλά η ζωή σου, όταν εξακολουθείς να νιώθεις ζωντανός, αλλά ταυτοχρόνως τόσο μακριά από τη ζωή και ψάχνεις τα μονοπάτια που θα σε βοηθήσουν να επιστρέψεις σ’ αυτήν, το παιδικό ένστικτο της ανθρωπότητας σε καθοδηγεί. Αυτό μπορεί.
«Κάνει ακόμη και τον πιο περήφανο από μας, αν είναι άνθρωπος και όχι τρελός, να επιθυμεί […] ένα χέρι πατρικό που θα τον καθοδηγήσει, με οποιονδήποτε τρόπο, μέσα από το μυστήριο και τη σύγχυση του κόσμου.
Καθένας μας είναι ένα κόκκος σκόνης, που ο άνεμος της ζωής σηκώνει και στη συνέχεια τον αφήνει να πέσει.
Πρέπει να κρατηθούμε γερά από ένα στήριγμα, να βάλουμε το μικρό μας χέρι μέσα σ’ ένα άλλο χέρι, γιατί η ώρα είναι πάντα αβέβαιη, ο ουρανός πάντα μακριά, κι η ζωή πάντα ξένη».
Τόσα χρόνια στα θρανία και όμως μαθητούδια στην ανησυχία. Εκκαθάριση ζωής εν λειτουργία. Κάπου απρόσκλητη και παράταιρη στέκει η νοσταλγία. Νοσταλγία για παλιά, καλά, στρωτά ή μήπως νοσταλγία γι’ αυτά που δεν υπήρξαν; Μήπως δεν ήταν πραγματικά και η απόσταση τα έκανε κανονικά; Μήπως γι’ αυτό η νοσταλγία δεν μπορεί να τα αναστήσει αυτά;
Δεν υπάρχουν παρά μόνο μορφές, σπασμένοι κρίκοι, καλές προσπάθειες, απορίες και προβληματισμός.
Δεν υπάρχουν παρά μόνο σκηνές αποσπασματικές. Και μαύρες τρύπες. Μπορεί, όμως, να μην είναι τόσο μαύρες, ώστε να εξαφανίζουν για πάντα στο εσωτερικό τους ύλη και ενέργεια.
Ίσως το φως να δραπετεύσει. Ίσως να ξαναβγεί σε τελείως άλλη, μη αναγνωρίσιμη μορφή. Μπορεί. Αν υπάρχει ένα χέρι. Η ώρα είναι πάντα αβέβαιη κι η ζωή ξένη. Άγνωστη και ευφάνταστη.