Skip to main content

Μεταρρύθμιση με ελληνική υπογραφή

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Επτά χρόνια μετά δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη δυναμική έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, η μακρά διάρκεια της οποίας αντικατοπτρίζει την αδυναμία του πολιτικού συστήματος, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες απαιτήσεις.

Από αυτήν τη στήλη, προϊόν συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» με το «DIW Berlin», δέκα αναλυτές από την Ελλάδα, το εξωτερικό και την ελληνική διασπορά διερεύνησαν τις συνθήκες, οι οποίες οδήγησαν στο χρεοκοπημένο μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, όπως και τα λάθη κατά την υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, εντοπίζοντας παράγοντες που είναι σε θέση να συνδράμουν την άρση του αδιεξόδου.

Στα 15 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., η ελληνική οικονομία μεγάλωσε κατά λιγότερο από 1% τον χρόνο, δηλαδή πολύ λιγότερο από ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι επενδύσεις παρουσίασαν έντονα αρνητική ανάπτυξη, της τάξης του 2,2% ετησίως, με αποτέλεσμα επί σειρά ετών να συσσωρεύεται όλο και λιγότερο κεφάλαιο.

Το κράτος αύξανε τις δαπάνες του, χωρίς να αυξάνει τα έσοδα. Από την περίοδο 1980-90, οι δαπάνες αυξήθηκαν κατά 18,5% στο 48% του ΑΕΠ και τα έσοδα δεν ξεπέρασαν το 32% του ΑΕΠ. Τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα έφεραν υψηλό δημόσιο χρέος. Το 2007 το ελληνικό ΑΕΠ αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό μια «φούσκα», την οποία δημιούργησαν οι υψηλές εισροές κεφαλαίων και η εκτόξευση της ζήτησης.

Η απότομη πτώση της ελληνικής οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου, αμέσως μόλις στέρεψαν οι ροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, ήταν η είδηση μιας προαναγγελθείσας εξέλιξης. Το 2010 ήρθε η ώρα της προσαρμογής. Απολογισμός; Έξι πρωθυπουργοί και 10 υπουργοί Οικονομίας και Ανάπτυξης, στη δίνη του μνημονίου με τους πιστωτές.

Η «αλλεργία» του πολιτικού συστήματος στη μεταρρύθμιση οδήγησε σε μια μονοδιάστατη πολιτική δημοσιονομικής εξυγίανσης και επτά συναπτά έτη ύφεσης. Σε αυτό συναίνεσαν και οι θεσμοί, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό προσεγγίζουν πλέον την ελληνική περίπτωση ως λογιστική υπόθεση. Οι ίδιοι άλλωστε υποτίμησαν τις υφεσιακές επιπτώσεις της έντονης προσαρμογής σε περίοδο κρίσης.

Η υπερφορολόγηση καταπνίγει την οικονομική δραστηριότητα. Σήμερα, το 1/3 του ΦΠΑ, της μεγαλύτερης πηγής εσόδων του ελληνικού κράτους, είναι ανείσπρακτο. Οι διαδοχικές αυξήσεις των συντελεστών δεν παραδίδουν πρόσθετα έσοδα και προτάσεις για τη βελτίωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μένουν αναξιοποίητες. Φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας υπάρχει σε όλη την Ευρώπη, αλλά στην Ελλάδα ο ΕΝΦΙΑ υπολογίζεται ότι προκαλεί απώλεια ΑΕΠ της τάξης των 6-9 δισ. ετησίως, στερώντας 70 έως 100 χιλ. θέσεις εργασίας και 2,2 έως 3,3 δισ. φορολογικά έσοδα.

Την ίδια ώρα, ως μια από τις πλέον εκτεθειμένες δαπάνες στο πλαίσιο των περικοπών με βάση την ιεράρχηση των εκάστοτε κυβερνήσεων, οι δημόσιες επενδύσεις βαίνουν μειούμενες -από 12% πριν από την κρίση σε λιγότερο από 6% σήμερα- στερώντας υποδομές και αναπτυξιακή δυναμική από τη χώρα, ιδίως σε τομείς που κάνουν τη διαφορά: μόλις το 0,4% του ΑΕΠ επενδύεται στην Έρευνα και Ανάπτυξη, αισθητά κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Εξάλλου, στην εκπαίδευση, οι δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Παρ’ όλα αυτά, ο αριθμός των μαθητών ανά δάσκαλο είναι πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (έκθεση 2011) και οι δαπάνες μισθοδοσίας υψηλές παρά τους χαμηλούς μισθούς. Στην Ελλάδα, μόλις το 6%-7% των μαθητών εκπαιδεύεται σε ιδιωτικά σχολεία, αλλά το 2008 οι δαπάνες για φροντιστήρια αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο στο 20% των δαπανών ενός νοικοκυριού – στα 500 ευρώ τον μήνα κυμαίνονται περίπου οι τιμές για καθημερινά τρίωρα μαθήματα.

Ο μεγάλος ασθενής, η ελληνική δημόσια διοίκηση, γνωστή για τις αδυναμίες της ήδη πριν από την κρίση, είναι σήμερα ακόμη πιο αναποτελεσματική, μετά την αποχώρηση ίσως των καλύτερων στελεχών της. Το εξασθενημένο αυτό Δημόσιο, με την έλλειψη κινήτρων και την απουσία αξιολόγησης, καλείται να εφαρμόσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ανεργία έχει αυξηθεί κατά 12,2% την περίοδο 2010-2015, συν τοις άλλοις, ελλείψει ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και κινήτρων για την επιχειρηματικότητα και την αυτοαπασχόληση.

Αυτά είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα των ελληνικών παθογενειών που ενέχουν και τις δυνητικές λύσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές εξάλλου δεν υλοποιούνται με περισσότερους αλλά με πολύ λιγότερους νόμους. Ένας νόμος θα έπρεπε να αντικαθιστά άλλους δέκα αχρείαστους.

Με ορισμένες εξαιρέσεις, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δεν αντιμετώπισε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της και σίγουρα δεν ανέπτυξε τις εξαγωγικές βιομηχανίες της. Το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει έως σήμερα ελληνική ατζέντα μεταρρυθμίσεων εξηγεί μεγάλο μέρος του προβλήματος και περιορίζει τις πιθανότητες θετικής έκβασης σε εύλογο χρονικό διάστημα.