Skip to main content

Κι όμως καλά θα κρατεί η υπερφορολόγηση

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ.Παπανδρόπουλου

Το κράτος στην Ελλάδα, και όχι μόνον βέβαια, παραμένει πανίσχυρο, πανάκριβο, αναποτελεσματικό και αδιάβροχο σε οποιαδήποτε μεταρρύθμισή του. Ακόμα χειρότερα αυτό το κρατικό μόρφωμα, στη δική μας περίπτωση, απέχει και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με αποτέλεσμα να είναι αμφίβολο κατά πόσον ισχύει στην Ελλάδα το κοινοτικό κεκτημένο, 38 έτη μετά την ένταξή μας στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Είναι γνωστό επίσης ότι στο εσωτερικό του κράτους έχουν δημιουργηθεί με τη συνδρομή του πελατειακού συστήματος διάφορες θεσμικές δομές με πλήρως αναποτελεσματικό χαρακτήρα, οι οποίες όμως κοστίζουν ακριβά και είναι αντιμεταρρυθμιστική τροχοπέδη. 

Το πρώτο ερώτημα που σήμερα προβάλλει έτσι, είναι αυτό του κατά πόσο η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να καταργήσει όλους αυτούς τους οργανισμούς-φάντασμα και να εξοικονομήσει έτσι περί τα 500 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο. Ένα δεύτερο ερώτημα, είναι αυτό της βούλησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, μέσω της φόρμουλας του επιτελικού κράτους, να λάβει υπ’ όψιν του την ύπαρξη και βέβαια την κατάργηση του πανάκριβου «αόρατου κράτους» και των επιπτώσεών του στις λήψεις αποφάσεων.

Πέρα όμως από τα παραπάνω σοβαρά θεσμικά και διαρθρωτικά προβλήματα, υπάρχει και η τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση, η οποία κάθε άλλο παρά εύκολη και ανέφελη είναι.

Υπό αυτή την έννοια, προκαλεί απορίες το ότι η κυβέρνηση δεν κάνει καμιά απολύτως μνεία για μείωση των δημοσίων δαπανών, οι οποίες τελικά στα χρόνια της κρίσης δεν είχαν σχεδόν καμιά συρρίκνωση ουσίας.

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις μάς οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι στην πορεία της τετραετίας της η σημερινή κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Ιδού γιατί, μας επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας Σπ. Παρασκευόπουλος.

Όπως αναφέρει, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) στα τέλη του 2018 ανερχόταν στα 191 δισ. ευρώ. Το δε συνολικό χρέος της Κεντρικής Διοίκησης του κράτους ανερχόταν στο τέλος Μαρτίου του 2019 στα 357,6 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 187,4% του ΑΕΠ.
Από τα 357,6 δισ. ευρώ του δημόσιου χρέους, τα 252,6 δισ. αφορούν δάνεια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης και τα υπόλοιπο 105,0 δισ. είναι δάνεια από ποικίλες εθνικές και διεθνείς χρηματαγορές.

Κατά την εκτίμηση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τόκοι και χρεολύσια) απαιτείται -με βάση τις μέχρι τώρα ανειλημμένες υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι των δανειστών της- να πληρωθούν στα επόμενα 4 χρόνια της νέας κυβέρνησης τα κάτωθι τοκοχρεολύσια:

16,6 δισ. ευρώ το 2019.
13,4 δισ. ευρώ το 2020.
18,1 δισ. ευρώ το 2021.
33,3 δισ. ευρώ το 2022.

Έχουμε έτσι για την τετραετία ένα σύνολο που φτάνει το 81,5 δισ. ευρώ και διαχρονικά κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύει πάνω από 9,75% του ΑΕΠ ετησίως. Θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να πραγματοποιήσει τις πληρωμές αυτές αν δεν έχει 4% ανάπτυξη τον χρόνο; 

Θα είναι αυτό εφικτό χωρίς αρνητικές επιπτώσεις για τη μεγέθυνση της οικονομίας, για την εξέλιξη του δημόσιου χρέους, και περισσότερο για την ανοχή των πολιτών, που τελικά πρέπει να τα πληρώσουν;

Αν υποθέσουμε -όπως σήμερα φαίνεται- ότι το 2019 θα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 2,0%, δηλαδή θα ανέλθει στα 194,62 δισ. ευρώ, τότε θα χρειαστούν 3,4% του ΑΕΠ μόνο για την πληρωμή των τόκων. Αν το 2019 το υποχρεωτικά επιδιωκόμενο πρωτογενές πλεόνασμα είναι πράγματι 3,5% του ΑΕΠ, τότε μένει μόνον 0,01%, δηλαδή 195 εκατ. ευρώ για τη μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο θα κατέλθει μηδαμινά στα 357,4 δισ. ευρώ.

Για την πληρωμή του ποσού των 9,755 δισ. ευρώ των χρεολυσίων θα χρειαστεί το 2019 η νέα κυβέρνηση να δανειστεί τα απαιτούμενα χρήματα από τις χρηματαγορές. Αν όμως θελήσει να μειώσει το χρέος και δεν δανειστεί, τότε θα πρέπει ή να μειώσει τις δαπάνες της ή να αυξήσει τους φόρους ή να τα πάρει και από τις δύο πηγές.

Αυτές οι πληρωμές των τοκοχρεολυσίων θα πρέπει να συνεχιστούν, όπως είναι συμφωνημένες με τους δανειστές, και στα επόμενα 3 χρόνια της νέας κυβέρνησης, υπό τον όρο ότι και η διεθνής συγκυρία θα είναι ευνοϊκή. Κάτι τέτοιο όμως είναι μάλλον δύσκολο. Κατά συνέπεια η μη πραγματοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων, μεσοπροθέσμως, θα μας οδηγήσει σε μια από τα ίδια. Και αυτό είναι πραγματικά κρίμα για τους νέους μας, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση.