Skip to main content

Θέλουν, αλλά δεν μπορούν

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Το «φθηνό» δολάριο έχει γίνει η «σημαία» του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ τον τελευταίο καιρό. Έχει προχωρήσει μάλιστα ακόμη πιο πέρα, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να ακολουθήσουν τις προσπάθειες άλλων χωρών που υποτιμούν τα νομίσματά τους. Σίγουρα θα έχει τους λόγους του…

Ο Τραμπ επιθυμεί δηλαδή να κάνουν και οι ΗΠΑ αυτό για το οποίο έχει στο παρελθόν κατηγορήσει άλλες χώρες, ότι αποκτούν με αυτόν τον τρόπο αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Πολύ περισσότερο, οι δηλώσεις του έχουν δημιουργήσει φήμες για επικείμενες πωλήσεις δολαρίου, που ήδη βρίσκεται κοντά σε υψηλό δεκαετίας και το οποίο θεωρείται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) υπερτιμημένο 6% με βάση τα οικονομικά θεμελιώδη.

Ήδη, ο Τραμπ έχει επιτεθεί στη Φέντεραλ Ριζέρβ για τις αυξήσεις των επιτοκίων της, κατηγορώντας την ότι με την αυστηρή νομισματική πολιτική της συγκρατεί την ανάπτυξη των ΗΠΑ. Και ενώ τώρα αυξάνονται οι ενδείξεις ότι θα μειώσει τα επιτόκια όταν θα συνεδριάσει στο τέλος του μηνός, τα χαμηλότερα επιτόκια δεν πρόκειται να αποδυναμώσουν το δολάριο στα επιθυμητά για τον Τραμπ επίπεδα. Ένα ασθενέστερο νόμισμα θα βοηθούσε τις αμερικανικές επιχειρήσεις να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, καθιστώντας τις εξαγωγές τους πιο φθηνές και ουσιαστικά βοηθώντας τον ίδιο να επανεκλεγεί στις εκλογές του 2020.

Μία μονομερής παρέμβαση ωστόσο στις αγορές ξένου συναλλάγματος θα πυροδοτούσε έντονες αντιδράσεις από άλλες χώρες, θα υπονόμευε το καθεστώς του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και φυσικά θα προκαλούσε αναστάτωση στις αγορές. Δεν είναι, δε, και απόλυτα σαφές ότι η κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να υποτιμήσει αποτελεσματικά το νόμισμά της χωρίς βοήθεια από την κεντρική τράπεζα ή το Κογκρέσο.

Για μία γερή υποτίμηση του δολαρίου δεν αρκούν μόνο οι δηλώσεις και αυτό το γνωρίζει καλά ο Τραμπ. Τα περισσότερα από τα συναλλαγματικά αποθέματα των ΗΠΑ, ύψους 126 δισ. δολαρίων, βρίσκονται στο Ταμείο Σταθεροποίησης Συναλλάγματος. Μονομερείς όμως κινήσεις της Ουάσιγκτον θα πυροδοτούσαν συναλλαγματικό πόλεμο, χωρίς πολλές πιθανότητες να τον κερδίσει. Συγκριτικά, δε, η Κίνα διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα ύψους 3,1 τρισ. δολαρίων. Περίπου 5 τρισ. δολάρια τίθενται υπό διαπραγμάτευση καθημερινώς στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος.

Μήπως λοιπόν όλο αυτό το σκηνικό φτιάχνεται περίτεχνα απλά και μόνο για λόγους εντυπωσιασμού; Γιατί η διαμόρφωση ψυχολογίας προέχει. Άλλωστε, το ΔΝΤ αποδίδει την ισχύ του δολαρίου στη μειωμένη όρεξη των επενδυτών για ρίσκο εν μέσω του εμπορικού πολέμου και της οικονομικής επιβράδυνσης. Άρα, μήπως η προσοχή θα πρέπει να στραφεί στα μακροοικονομικά θεμελιώδη;