Skip to main content

Από την απάθεια στον οικονομικό δυναμισμό

Από την έντυπη έκδοση

Tου Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Καμιά αλλαγή σε βάθος δεν θα γίνει στη χώρα αν η κοινωνία δεν συνειδητοποιήσει, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων.

«Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει σε μια χώρα αν προηγουμένως δεν καλλιεργηθεί το έδαφος για την αναγκαιότητα της πραγματοποίησής της. Υπό αυτή την έννοια, η νέα ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ρίξει βάρος στον επικοινωνιακό τομέα και να προβάλλει ποιοι κλάδοι της οικονομίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι δεν μπορούν να παραμένουν εσαεί ως έχουν…».

Αυτά μας είπε απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας η υπεύθυνη του Σουηδικού Ινστιτούτου TIMBRO, το οποίο από το 1978 που ιδρύθηκε προωθεί στη χώρα έννοιες όπως η οικονομία της αγοράς και οι συναφείς με αυτήν μεταρρυθμίσεις. 

Επίσης, το Σουηδικό Ινστιτούτο, με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, από το 2016, άρχισε να εκπονεί και να δημοσιεύει τον Δείκτη Αυταρχικού Λαϊκισμού, ο οποίος αποτυπώνει την πορεία σε πολιτικό επίπεδο των αντιφιλελεύθερων και αυταρχικών κομμάτων στην Ευρώπη. Ας σημειωθεί δε ότι στην τελευταία έκδοση του Δείκτη, το 2018,η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα κατέχουν τις πρώτες θέσεις στη σχετική κατάταξη. Επιβεβαιωνόταν έτσι ο κλειστός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, μέσα στην οποίαν οι συντεχνίες, τα διαπλεκόμενα επιχειρηματικά συμφέροντα και η γραφειοκρατία παίζουν πρώτο ρόλο. Είναι δε οι εν δυνάμει εχθροί των μεταρρυθμίσεων, καθόσον αυτές αποσκοπούν στην απελευθέρωση της οικονομίας και του κοινωνικού ιστού, από λειτουργίες και θεσμούς που στην ουσία εντείνουν οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Με αυτές τις τελευταίες να έχουν συγκεκριμένη αφετηρία, πολλά χρόνια πίσω.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα της κρίσης, τα «τζάκια της παρακμής» έχουν το πάνω χέρι και σε όλα τα επίπεδα πραγματοποιούν πραγματικές πνευματικές και ιδεολογικές καταστροφές. Ακόμα χειρότερα, δε, θέλουν τη δημιουργία μιας «απαθούς κοινωνίας», η οποία δεν θα έχει καμιάν απολύτως πνευματική ανησυχία και ελάχιστα θα ενδιαφέρεται για τα όσα συμβαίνουν πέρα από τον μικρόκοσμο της.

Παράλληλα όμως παρατηρείται μέσα από την απάθεια και μια κατάπτωση των αξιών, η οποία, όπως λέει και ο Στέλιος Ράμφος, «ανοίγει τη συνείδηση στην ευτέλεια, η ευτέλεια στην αχρειότητα, ενώ η αχρειότητα την  εξοικειώνει με κάθε είδους βρομισιά». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, δεν προκαλεί καμιάν απολύτως έκπληξη ότι οι φορείς της παρακμής, σε όλα τα επίπεδα, ήδη απειλούν και ετοιμάζονται για δράσεις. Οι δυνάμεις αυτές δεν θέλουν η κοινωνία να βγει από την απάθειά της. Ευλόγως δε είναι γνωστό ότι η απαθής κοινωνία εξοικειώνεται με το χειρότερο και το δέχεται ως φυσιολογικό. Παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι η ηθική και θεσμική ευτέλεια οδηγεί σε άμβλυνση κριτηρίων, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση για το τι είναι αυτό που συνιστά κοινώς αποδεκτή αξία. Συμβαίνει όμως για τα «τζάκια της παρακμής», ο ευτελισμός της ηθικής σε μια κοινωνία να της αφαιρεί «οικονομικό δυναμισμό». Και αυτό είναι ένα εξόχως σοβαρό πρόβλημα. Διότι ο οικονομικός δυναμισμός είναι αυτός που επιτρέπει στις κοινωνίες να καινοτομούν και κυρίως να δημιουργούν θεσμούς ευνοϊκούς στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.

Αν δε ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός χαρακτηρίζεται από νεωτερικότητα, επιτρέπει, κατά τον Τζον Ρολς, την οικοδόμηση μιας εξίσου προηγμένης οικονομίας και μπορεί να προσφέρει αμοιβαία οφέλη στους πολίτες της. Επομένως, λέει ο νομπελίστας – οικονομολόγος Έντμουντ Φελπς, «…όπως μια ζωή που επιδιώκει το ύψιστο αγαθό, ή όφελος, ονομάζεται από τον Αριστοτέλη η “καλή ζωή”, μια οικονομία που δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επιδιώξουν αμοιβαία το ύψιστο αγαθό μπορεί να ονομαστεί καλή οικονομία. Μια οικονομία είναι καλή μόνο αν επιτρέπει και προωθεί την καλή ζωή». Αυτή η τελευταία έτσι, θα έπρεπε να αποτελεί κορυφαίο μεταρρυθμιστικό ζητούμενο, το οποίο όμως θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως τέτοιο και από το λαό μας. Ας το σκεφτούν κάποιοι επαΐοντες, όσο δεν είναι ακόμη αργά.

Οι πολιτικές προϋποθέσεις για σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη χώρα υπάρχουν. Απομένει συνεπώς να δούμε ποιο είναι και το αντίστοιχο μέγεθος της πολιτικής βούλησης, ώστε η χώρα στην πορεία της στον 21ο αιώνα να μπορέσει να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο.