Skip to main content

Φωτογραφία της στιγμής

Από την έντυπη έκδοση 

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Η ανάρτηση που έγινε χθες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την «έξοδο της Ελλάδας στις αγορές», ασφαλώς, είχε χιουμοριστικό χαρακτήρα: «Χθες, δεν βγήκαμε στις αγορές, απλώς πληρώσαμε τη δόση που χρωστούσαμε σε μια κάρτα, χρεώνοντας την κάρτα μιας άλλης τράπεζας». 

Ως έναν βαθμό, η χιουμοριστική φράση απηχεί την πραγματικότητα: η Ελλάδα δανείστηκε τρία δισ. ευρώ και θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με επιτόκιο 4,625% μέχρι το 2022, για να εξοφλήσει χρέη που θα έπρεπε να πληρωθούν το 2019 και τα οποία τοκίζονταν με 4,95% στο μεγαλύτερο τμήμα τους. Στο ερώτημα «και πού είναι το κακό», η απάντηση με τεχνικούς και οικονομικούς όρους είναι εύκολη: όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά είναι και αναγκαίο. 

Πρώτον, διότι η Ελλάδα οφείλει να δοκιμάσει τις δυνάμεις της στην αγορά, καθώς πλησιάζει ο χρόνος λήξης του 3ου μνημονίου. Ουδείς συνετός θα συμβούλευε αντίστοιχες ενέργειες να γίνουν την τελευταία στιγμή. Δεύτερον, διότι η Ελλάδα μεταθέτει δανειακές υποχρεώσεις που έληγαν το 2019 (πρώτο έτος μετά τη λήξη του 3ου μνημονίου που ουδείς γνωρίζει αυτή τη στιγμή τις συνθήκες που θα επικρατούν) για το 2022, έτος κατά το οποίο θεωρητικά θα έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο. 

Όσο για το επιτόκιο, η μείωσή του μόνο συμβολικό χαρακτήρα μπορεί να έχει: το ψαλίδισμα της επιβάρυνσης κατά 0,3% ισοδυναμεί με όφελος κοντά στα 10 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Αν αφαιρεθούν και οι προμήθειες για τους συμβούλους και τους συντονιστές της έκδοσης, το καθαρό κέρδος είναι πολύ μικρότερο. Το αρνητικό, αναμφίβολα, είναι η προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης του όλου εγχειρήματος. Η χθεσινή έξοδος δεν είναι τίποτε άλλο από μια «φωτογραφία» της συγκεκριμένης στιγμής. 

Η Ελλάδα δεν επέστρεψε στις αγορές. Εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και αναδιάρθρωσε χρέος τριών δισ. ευρώ. Αν έβγαινε αυτή τη στιγμή να καλύψει το σύνολο των αναγκών της μέσω των αγορών, το πιθανότερο είναι ότι θα έπεφτε σε τοίχο. Ο δρόμος για την επιστροφή είναι ακόμη μακρινός και δύσβατος. Θριαμβολογίες και απόπειρες σύγκρισης του «σήμερα» με το «χθες» δεν βοηθούν και μπορούν να ενταχθούν μόνο σε ένα ανούσιο πολιτικό παιχνίδι εντυπώσεων.