Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Οι ανεξάρτητοι κεντρικοί τραπεζίτες δέχονται πυρά σε ολόκληρο τον κόσμο. Τελευταίο «θύμα» ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας Μουράτ Τσετίνκαγια. Στο στόχαστρο του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν εδώ και πολύ καιρό, που ζητούσε επιμόνως χαμηλότερα επιτόκια για να τονώσει την οικονομία, απέλυσε σε μια απρόσμενη κίνηση τον διοικητή, που κράτησε μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια όλο αυτό τον καιρό διατηρώντας από τον Σεπτέμβριο αμετάβλητο το κόστος δανεισμού. Τώρα, ο διάδοχός του Μουράτ Ουισάλ θα δυσκολευθεί ακόμη περισσότερο να δώσει στον Τούρκο πρόεδρο αυτό που επιθυμεί.
Η τουρκική οικονομία καταποντίστηκε έπειτα από χρόνια ανάπτυξης χάρη στις άφθονες πιστώσεις που τροφοδότησε η χαλαρή νομισματική πολιτική. Στο πρώτο φετινό τρίμηνο συρρικνώθηκε 2,6% μετά την πτώση 3% στο τελευταίο τρίμηνο του 2018. Στην τελευταία βουτιά της τουρκικής λίρας, ο Τσετίνκαγια αύξησε το βασικό επιτόκιο στο 24%, «παγώνοντάς» το εφεξής σε αυτό το επίπεδο. Η πολιτική του είχε κάποια επιτυχία: ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε σε χαμηλό έτους τον Ιούνιο, παρότι οι τιμές καταναλωτή παραμένουν κοντά στο 16%. Μετά την εκλογική του ήττα στις περιφερειακές εκλογές σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, ο Ερντογάν ζήτησε μείωση των επιτοκίων, κόντρα στην παγιωμένη οικονομική θεωρία, προτάσσοντας το επιχείρημα ότι το υψηλότερο κόστος δανεισμού πυροδότησε πληθωρισμό.
Η προοπτική και μόνο ότι ο νέος διοικητής ίσως να είναι πιο πρόθυμος να συμμορφωθεί με τις επιταγές Ερντογάν θα ασκήσει νέες πιέσεις στην τουρκική λίρα. Όμως, μια νέα νομισματική κρίση είναι το τελευταίο που θα είχε ανάγκη η Τουρκία αυτή τη στιγμή. Ο καταλύτης για τις περσινές ρευστοποιήσεις υπήρξαν οι αμερικανικές κυρώσεις σε απάντηση της σύλληψης του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον. Τώρα, η Ουάσιγκτον απειλεί την Τουρκία με νέες κυρώσεις για την αγορά ρωσικών συστημάτων αεράμυνας. Και τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας δεν είναι τόσο μεγάλα για να στηρίξουν το νόμισμα. Η μείωση, δε, των επιτοκίων μπορεί να αποδειχθεί ακόμη πιο καταστροφική.
Η απομάκρυνση του Τσετίνκαγια σβήνει κάθε ελπίδα ότι ο Ερντογάν μπορεί να ανακτήσει την αξιοπιστία του όσον αφορά την οικονομική πολιτική του, ενώ ταυτόχρονα βαθαίνει τις ρωγμές στους κόλπους του κυβερνώντος κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Το βασικότερο όμως είναι ότι τέτοιου είδους κινήσεις καθιστούν τους κεντρικούς τραπεζίτες ανά τον κόσμο λιγότερο ασφαλείς. Το ίδιο κάνει και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, που ασκεί πιέσεις στον πρόεδρο της Fed Τζερόμ Πάουελ να μειώσει τα επιτόκια. Κάτι ανάλογο είχε επιχειρήσει και το Βερολίνο, που εμμέσως πλην σαφώς δεν έχανε ευκαιρία να ασκεί κριτική στην ΕΚΤ για την άκρως χαλαρή νομισματική πολιτική της. Παρόμοιες παρεμβάσεις έχουν γίνει στην κεντρική τράπεζα Κύπρου και Ινδίας.
Πού τελειώνει η νομισματική πολιτική και πού αρχίζει η εκτελεστική εξουσία; Τα όρια είναι σαφή, όμως η ιστορία έχει δείξει ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να προσφέρει βοήθεια σε κυβερνήσεις. Το «εκτόπισμα» του κεντρικού τραπεζίτη κάνει τη διαφορά…