Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Συστάσεις δεν χρειάζεται. Με επαγγελματική πορεία αξιοζήλευτη, διαπρεπής βυζαντινολόγος, πρώτη γυναίκα πρύτανης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Ευρώπης, πρόεδρος του Πανεπιστημίου Παρισίων, ακαδημαϊκός.
Άνθρωπος πνευματικός. Από την τάξη των διανοούμενων, όπως λέει στη συνέντευξή της, που άναψε φωτιές για μια αναφορά της με επώνυμο στην αναξιοπιστία της πολιτικής, την ανάρτηση του αψύ υφυπουργού, την ανταπάντηση της ιδίας, παρόλο που ο Αριστοτέλης Ωνάσης την είχε συμβουλεύσει «είτε καλό πουν για σένα είτε κακό, μην απαντήσεις ποτέ», την παρέμβαση τρίτου, που αγωνιά να πείσει για την καλλιέργειά του, αραδιάζοντας «μελετητές της ρωμιοσύνης μας». Πάει η γαλήνη μας.
Η ακαδημαϊκός, που αναπνέει αέρα γαλλικό, είπε άλλα πολύ πιο καυτά στην τηλεφωνική της εξομολόγηση. Μίλησε για τα μνημόνια, «όσα προηγήθηκαν και όσα έπονται, γιατί θα μετρήσουμε πολλά ακόμα» και γράφτηκε η πρόβλεψη στο νερό. Ζερό.
«Θα μετρήσουμε πολλά ακόμα». Στο ενδιάμεσο θα ασχολούμαστε με του καθενός το χρώμα. Φτηνές εντυπώσεις, πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ματαιοδοξίες, ψεύτικα διαμάντια, πόζες και πρόζες, στρογγυλέματα θέσεων και ακόνισμα διαθέσεων, ενώ ο κόσμος θέλει να ζήσει, να μην τον κοροϊδεύουν τόσο βάναυσα.
Τι θα γίνει; Έχουμε αφήσει τα κρίσιμα πίσω; Δεν χρειάζεται να διαβάσω την έκθεση της Κομισιόν ή την ανάλυση του Bloomberg. Ας ξυπνήσω, με τον Νεύτωνα δεν θα αντιδικήσω.
Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, όταν «τα εθνικά θέματα γίνονται πολιτικά, τα πολιτικά κομματικά και τα κομματικά προσωπικά» και μ’ αυτόν τον τρόπο χάνεται το εθνικό όραμα ανάμεσα σε μια απειρία και μια μηδαμινότητα κίνησης;
Ποιος ζει με την αβεβαιότητα, από τον Απρίλιο του 2010 μουδιασμένος και εξουθενωμένος, κάθε τρεις ή έξι μήνες. Ποιος ζει, ποιος πεθαίνει…
Είναι κουραστικό να πρέπει να στέκεσαι σε τέτοιες κοινοτοπίες, μα όποιος δεν έχει δει ανθρώπους σφυροκοπημένους από την ανασφάλεια, να γλιστράνε σαν τις μύγες στο γυαλί και να στέκονται όπου υπάρχει ρωγμή, δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει σέρνομαι σαν χώρα, περιμένοντας δώρα.