Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Τη σκληρή κριτική των Γερμανών βιομηχάνων αντιμετώπισε για πρώτη φορά φέτος η καγκελάριος, η οποία κατηγορήθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι καταστρέφει τις γερμανικές επιχειρήσεις. Βρήκαν ευκαιρία τώρα που είναι στην πολιτική της δύση; Τους έχει ξινίσει, αφού τους διευκόλυνε με τον μεταναστευτικό νόμο για την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού;
Τους έχει δυσαρεστήσει, ενώ το 2015 την αποθέωναν στο ετήσιο συνέδριό τους για τη διαχείριση του κρίσης και έθεταν ως πρωταρχικό την ένταξη των προσφύγων στη γερμανική αγορά εργασίας, γιατί οι κενές θέσεις ήταν 600.000;
Τι θέλουν οι Γερμανοί βιομήχανοι; Διαμαρτύρονται για το κόστος της ενέργειας, τη φορολογία και την κακή κατάσταση των ψηφιακών υποδομών. Για το τελευταίο δεν έχουν, πάντως, άδικο. Η Γερμανία έχει ένα από τα χειρότερα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας σε όλη την Ευρώπη, ενώ και τα σημάδια φθοράς των λοιπών υποδομών είναι ορατά.
Αλλά αυτό δεν συμβαίνει όταν ο εμμονικός στόχος της δημοσιονομικής σου πολιτικής είναι να επιτυγχάνεις ετήσια πλεονάσματα;
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών τα ‘ψαλε για τα καλά στην καγκελάριο για την πολιτική αστάθεια «που μπορεί να εκτροχιάσει τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις», για τη μικροπολιτική και το βλέμμα στις δημοσκοπήσεις, για… για, αλλά εκεί που ξέφυγε ήταν στην «αναδιανομή πλούτου σε ανθυγιεινό βαθμό» – «ανθυγιεινός βαθμός» σε βαθμό παρεξηγήσεως που πάει πίσω στον εφιάλτη του «γερμανικού ονείρου». Πήρε πληρωμένη απάντηση με αναφορές στο Dieselgate. «Κάποιες επιχειρήσεις έχασαν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας».
Η ψύχραιμη, ορθολογική πολιτικός έχει χάσει εδώ και καιρό τη στήριξη της επιχειρηματικής ελίτ. «Είναι εκπληκτικό πόσο αντι-Μέρκελ είναι όλοι», είχε δηλώσει υψηλόβαθμος Ευρωπαίος πολιτικός. Οι Wirtschaftsbosse (επιχειρηματικοί ηγέτες) έχουν αρχίσει τη μουρμούρα. Κι αυτό δεν είναι μέρος των συνηθισμένων παραπόνων της εταιρικής Γερμανίας. Κάποιοι αμφισβητούν κατά πόσο βλέπει θετικά τις επιχειρήσεις. «Κατανοεί την ανάγκη των αγορών, αλλά βαθιά μέσα της πιστεύει στο κράτος», λέει ο Κλάους Σβάινσμπεργκ, καθηγητής οικονομικών, ενώ κάμποσοι νοσταλγούν τον «καγκελάριο των αφεντικών», Γκέρχαρντ Σρέντερ.