Από την έντυπη έκδοση
Του Μανώλη Γραφάκου,
οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας. Έχει διατελέσει δήμαρχος Μελισσίων, 2007-2010.
Όλες οι παλαιότερες προσπάθειες αντιμετώπισης του συνταξιοδοτικού προβλήματος στην Ελλάδα έχουν αποτύχει. Οι πολιτικές ηγεσίες αντιμετώπιζαν τους συνταξιούχους ως μια εκλογική πελατεία, αποκρύπτοντάς τους τη σκληρή πραγματικότητα της ανεπάρκειας των πόρων και της ανάγκης συνεχούς τροφοδότησης μέσω εξωτερικού δανεισμού. Έτσι, ακόμη και σήμερα και μετά τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2013 και 2018), υπάρχουν πάνω από 100.000 συμπολίτες μας κάτω των 60 ετών που βγήκαν στη σύνταξη την τελευταία πενταετία, με μέση σύνταξη 1.050 ευρώ.
Όμως, η Ελλάδα έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας σε όλη την Ευρώπη, μόνο 1,38 παιδιά ανά γυναίκα. Από το 2011, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, ο πληθυσμός της χώρας μας άρχισε να μειώνεται. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Eurostat ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί μέχρι το 2050 στα 8,9 εκατομμύρια. Ήδη, ο λόγος εργαζομένων προς συνταξιούχους έχει επιδεινωθεί, από 3,16 προς 1 που ήταν το 1980, σε μόλις 1,3 προς 1 το 2017.
Παράλληλα στην Ελλάδα έχουμε την ευλογία να έχουμε υψηλό προσδόκιμο ζωής, που φθάνει τα 81,1 χρόνια. Οι 325.568 συνταξιούχοι των 60 ετών που έχουμε σήμερα στη χώρα μας, θα παίρνουν σύνταξη ακόμα για περίπου 25 χρόνια. Αντίστοιχα, αυξάνεται και η μέση ηλικία στην Ελλάδα, η οποία μάλιστα αναμένεται να φθάσει στα 52,3 έτη το 2050, από τα 44,2 έτη που είναι σήμερα.
Η εικόνα αυτή αποτελεί το τέλειο μίγμα για να ανησυχεί μια κυβέρνηση. Ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται και γηράσκει συγχρόνως. Το 2050 φαντάζει μακρινό, αλλά είναι αύριο! Είναι τα χρόνια κατά τα οποία τα παιδιά μας θα βρίσκονται στην πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδο της δικής τους ζωής. Είμαστε λοιπόν εμείς, σήμερα, υποχρεωμένοι να αναλάβουμε δράση πριν είναι πολύ αργά, για να εξασφαλίσουμε αξιοπρεπείς συντάξεις για τα δικά μας γηρατειά και για τις επόμενες γενεές.
Τι κάνει η σημερινή κυβέρνηση;
Η σημερινή κυβέρνηση μειώνει τις συντάξεις των νέων συνταξιούχων και παράλληλα αυξάνει υπέρμετρα τις εισφορές των εργαζομένων. Έτσι, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, ενώ ο κίνδυνος φτώχειας για συνταξιούχους είναι στο 9,5%, το ποσοστό τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί για τις οικογένειες με δύο παιδιά, και κυμαίνεται στο 22,8%, πάντα μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Πρώτο αβίαστο συμπέρασμα: η πολιτική της κυβέρνησης επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση των δυνητικώς οικονομικά ενεργών πολιτών. Παράλληλα, εκμηδενίζει τις ελπίδες για μία αξιοπρεπή σύνταξη για τους σημερινούς εργαζόμενους, και συμπιέζει δυσανάλογα το παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας με τη δέσμευσή της για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που στραγγαλίζουν την οικονομία.
Είναι καιρός να κατανοήσουμε ότι έχουμε μια βόμβα στα θεμέλια της πατρίδας μας: λιγότερος πληθυσμός σημαίνει λιγότεροι εργαζόμενοι, άρα μικρότερη παραγωγή και συρρίκνωση της οικονομίας μας. Έτσι, και σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, θα υπάρξει αδυναμία στήριξης του συνταξιοδοτικού μας συστήματος, ενώ θα επιβαρύνεται περαιτέρω το σύστημα υγείας και πρόνοιας.
Είναι καιρός να φτιάξουμε ένα πιο βιώσιμο συνταξιοδοτικό σύστημα, που θα δώσει προοπτική στους σημερινούς εργαζόμενους, χωρίς να υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών μας. Η απλή δημοσιονομική αντιμετώπιση, που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση, είναι απλώς άλλη μια κοντόφθαλμη λύση με περιορισμένο ορίζοντα. Τα παραθυράκια συνταξιοδότησης στα πιο παραγωγικά μας χρόνια πρέπει να κλείσουν άμεσα.
Δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω: Για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού μας συστήματος είναι απαραίτητη η σταδιακή, αλλά με γοργούς ρυθμούς, μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό – ανταποδοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα τριών πυλώνων, όπως στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ. Με τον πρώτο πυλώνα της εθνικής σύνταξης που θα διασφαλίζεται από το κράτος. Με έναν δεύτερο κεφαλαιοποιητικό πυλώνα (εισφορές σε έναν «ατομικό κουμπαρά, που θα έχει αποθεματικό που θα φέρνει αποδόσεις) και έναν τρίτο, εθελοντικό κεφαλαιοποιητικό ιδιωτικής ασφάλισης.
Με αυτόν τον τρόπο θα δοθεί στον καθένα η δυνατότητα να βελτιώσει τις συντάξιμες αποδοχές του κάνοντας από νωρίς τον προγραμματισμό του. Συγχρόνως, θα υπάρξει η προσδοκία μιας σταθερής παροχής για όσους στην επαγγελματική τους πορεία αντιμετώπισαν δυσκολίες και έχουν λιγότερες εισφορές, μέσω της εθνικής σύνταξης. Και, βεβαίως, με την αποδέσμευση πόρων που σήμερα κατευθύνονται στο συνταξιοδοτικό δημιουργείται η δυνατότητα να «αγοράσουμε» σταδιακά το χρέος μας από τους ξένους πιστωτές.
Δεν θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Θα κάνουμε επιτέλους αυτό που τόσες άλλες χώρες έχουν κάνει εδώ και καιρό. Θα αντιμετωπίσουμε πια τον ελέφαντα στο δωμάτιο και δεν θα στρουθοκαμηλίζουμε.