Skip to main content

Κρύβοντας το πρόβλημα στο αμπάρι ή βαθιά στον βυθό

REUTERS/Remo Casilli/File Photo

Όλα αυτά είναι προβλήματα που μπορούμε να κρύψουμε καλά κάτω από το χαλάκι - ενίοτε στο αμπάρι και βαθιά στον βυθό. Έως ότου να γίνουν κρίσεις. Και τότε δεν θα «χτυπήσουν την πόρτα μας», όπως συνηθίζουμε να γράφουμε. Θα εισβάλουν με φόρα στη ζωή μας. 

 

Από το 2004, σύμφωνα με τον IOM, περισσότεροι από 27.000 μετανάστες, που προσπάθησαν να περάσουν τα επικίνδυνα νερά της Μεσογείου κατέληξαν σε λίστες νεκρών και αγνοουμένων. Μία θάλασσα – πηγή ζωής για την περιοχή, έγινε το κοιμητήριό τους. Το όνειρο της καλύτερης ζωής – πρωτίστως για τα παιδιά τους – θάφτηκε χιλιόμετρα κάτω από το βαθύ μπλε των υδάτων, στον βυθό.

Τα σοκαριστικά αυτά στοιχεία φέρνει στην επιφάνεια κάθε τόσο μία τραγωδία σαν αυτή ανοιχτά της Πύλου. Και τότε αρχίζουν οι δηλώσεις και οι αναρτήσεις. Συγκινητικές, οργισμένες, κυνικές, ορθολογικές ή και απάνθρωπες – όλα τα έχει ο μπαξές των social media, ακόμη και όταν μιλάμε για 100 παιδιά που εστάλησαν σε ταξίδι θανάτου μέσα στο αμπάρι. Όλοι αισθάνονται την υποχρέωση να να στηλιτεύσουν ή να καλύψουν, να χωριστούν σε στρατόπεδα, να πάρουν θέση μάχης. Τα επίσημα χείλη ακολουθούν και αυτά. «Ας είμαστε ειλικρινείς, δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα, αλλά ευρωπαϊκό», είπε ο Γκουτέρες, επιβεβαιώνοντας αυτό που γνωρίζουμε, αλλά χωρίς να εξηγεί τι σημαίνει. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι η Ρώμη ή Αθήνα φέρουν κάποια ευθύνη» αρκέστηκε να πει η αρμόδια Επίτροπος της Ε.Ε., αλλά απέφυγε να απαντήσει επί της ουσίας σε ερωτήσεις για τον ρόλο της Frontex.

Για τρεις ημέρες ή τρεις εβδομάδες- ανάλογα με την έκταση της τραγωδίας. Τόσο θα διαρκέσει το σοκ της κοινωνίας, το ενδιαφέρον των μέσων, οι δηλώσεις των επισήμων, οι αντιπαραθέσεις και το μπαλάκι των ευθυνών. Και μετά θα σταματήσουμε και πάλι να μιλάμε. Τον Απρίλιο του 2015 έγραφα για τη «Μεσόγειο του φόβου και των πικρών καιρών», τα κυκλώματα των λαθροδιακινητών, την «πνιγμένη» στη γραφειοκρατία Ευρωπαϊκή Ένωση που παρακολουθούσε αμήχανη τις τραγωδίες να διαδέχονται η μία την άλλη.  Σχολίαζα το «υποκριτικό Δουβλίνο ΙΙΙ»  που επέτρεπε  σε κάποιες χώρες αντιμετωπίζονται σαν «πάρκινγκ» ανθρώπινων ψυχών και άλλες να νίπτουν τας χείρας τους και έθρεφε τις ακροδεξιές κραυγές έναντι των «εισβολέων», των «εν δυνάμει εγκληματιών ή τρομοκρατών».

Δεκάδες Σύνοδοι Κορυφής, αποφάσεις και μία συμφωνία με την Τουρκία δεν πέτυχαν παρά ελάχιστα να αλλάξουν. Τα ίδια συζητάμε και σήμερα. Και το ζήτημα δεν αντιμετωπίζει βεβαίως ούτε η πρόσφατη συμφωνία των Ευρωπαίων για το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Δεν μιλάμε ποτέ για όσα προκαλούν τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές από τη βόρεια Αφρική, τη Συρία και αλλού. Στην καλύτερη περίπτωση θυμόμαστε τους μετανάστες  όταν δεν βρίσκουμε εργατικά χέρια να μαζέψουν τις ελιές και να στρώσουν τα κρεβάτια των ξενοδοχείων.

Ούτε πολύ περισσότερο είναι κανείς πρόθυμος να ανοίξει τη συζήτηση για τα εκατομμύρια ανθρώπους που θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους μέσα στις επόμενες δεκαετίες λόγω της κλιματικής κρίσης και που θα κοιτάξουν και αυτοί πιθανότατα προς την Ευρώπη. Όλα αυτά είναι προβλήματα που μπορούμε να κρύψουμε καλά κάτω από το χαλάκι – ενίοτε στο αμπάρι και τελικά βαθιά στον βυθό. Έως ότου να γίνουν από προβλήματα μεγάλες κρίσεις. Και τότε δεν θα «χτυπήσουν την πόρτα μας», όπως συνηθίζουμε να γράφουμε. Θα εισβάλουν με φόρα στη ζωή μας.