Skip to main content

Στους επόμενους

REUTERS/Stephane Mahe/File Photo

Τους τελευταίους μήνες, όταν αναφερόμαστε στις τιμές των τροφίμων είναι σαν να περιγράφουμε δύο διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος, με τη μία να βασίζεται στις τιμοληψίες και τις μετρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ και την άλλη στα τιμολογιακά δεδομένα που προκύπτουν από το «καλάθι του νοικοκυριού» που καθιέρωσε το υπουργείο Ανάπτυξης.

Το… αστείο του θέματος είναι ότι και τα δύο αυτά «δείγματα γραφής» οδηγούν σε σωστά συμπεράσματα. Η μεν ΕΛΣΤΑΤ καταγράφοντας το σύνολο των τιμών καταλήγει στη διαπίστωση ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα παραμένει στα ύψη (+15,5% τον Νοέμβριο σε ετήσια βάση), το δε υπουργείο Ανάπτυξης «μετρά» μειώσεις τιμών, έχοντας ωστόσο επιλέξει ένα περιορισμένο δείγμα προϊόντων (κωδικών) από τα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Και το συμπέρασμα ποιο είναι; Στην περίπτωσή μας, το «νόμισμα» παραμένει ένα και δεν είναι άλλο από την αγορά, η οποία έχει, διαπιστωμένα, δύο διαφορετικές όψεις.

Απλά η μία λογίζεται γενική και αφορά όλο τον πληθυσμό, το σύνολο δηλαδή των καταναλωτών νοικοκυριών, και η άλλη με μικρότερη «ορατότητα» απευθύνεται κατά βάση στους καταναλωτές χαμηλού εισοδηματικού επιπέδου.

Κατά συνέπεια, ο υπουργός Ανάπτυξης μπορεί να κέρδισε το στοίχημα των χαμηλών τιμών με το «καλάθι του νοικοκυριού», δεν έλυσε όμως το πρόβλημα στο σύνολό του. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι… θα μπορούσε;

Ίσως οι δύο όψεις του νομίσματός μας να συνέκλιναν περισσότερο και προς το καλύτερο αν η κυβέρνηση αντιμετώπιζε στην ουσία τους ζητήματα που αφορούν τις τελικές τιμές των πωλούμενων όγκων ανά τεμάχιο ή τις συνθήκες ανταγωνισμού και γενικότερης τιμολόγησης των αγαθών.

Ο χρόνος, βέβαια, έχει ήδη κυλήσει αρκετά, οπότε το ζήτημα των τιμών θα κληθεί να το λύσει στην ουσία του η επόμενη κυβέρνηση…

Από την έντυπη έκδοση