Skip to main content

Το θαύμα Covid της Αργεντινής

Από την έντυπη έκδοση

Του Τζόζεφ Ε. Στίγκλιτς​*

Παρόλο που ο Covid-19 έχει πλήξει τους πάντες, δεν ήταν μία «ίσων ευκαιριών» ασθένεια. Ο ιός εγκυμονεί μεγαλύτερη απειλή γι’ αυτούς που βρίσκονται ήδη σε κακή κατάσταση υγείας, πολλοί από τους οποίους είναι συγκεντρωμένοι σε φτωχές χώρες με ασθενή δημόσια συστήματα υγείας. Επιπλέον, δεν μπορούν όλες οι χώρες να δαπανήσουν το ένα τρίτο του ΑΕΠ τους για να προστατεύσουν την οικονομία τους, όπως έκαναν οι ΗΠΑ. Οι αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες έχουν αντιμετωπίσει χρηματοοικονομικές και δημοσιονομικές δυσκολίες. Και λόγω του εμβολιαστικού εθνικισμού (τη συσσώρευση από τις πλούσιες χώρες), πρέπει να αρπάξουν τις οποιεσδήποτε δόσεις βρουν.

Όταν χώρες υποφέρουν με τόσο οξύ πόνο, οι αξιωματούχοι τείνουν να δέχονται περισσότερες ευθύνες από ό,τι τους αξίζει. Συχνά το αποτέλεσμα είναι μεγαλύτερη πολιτική πόλωση που καθιστά την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων πιο δύσκολη. Αλλά ακόμη και με το κατάστρωμα στριμωγμένο απέναντί τους, ορισμένες χώρες κατάφεραν να πετύχουν ισχυρή ανάκαμψη.

Το ίδιο έργο

Σκεφτείτε την Αργεντινή, η οποία βρισκόταν ήδη σε ύφεση όταν την έπληξε η πανδημία, εξαιτίας -σε μεγάλο βαθμό- της οικονομικής διαχείρισης του πρώην προέδρου Μαουρίτσιο Μάκρι. Όλοι έχουν ξαναδεί το έργο. Μία δεξιά, φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση κέρδισε την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες όντως γέμισαν με χρήμα. Οι πολιτικές ωστόσο της κυβέρνησης έδειξαν να έχουν περισσότερο ιδεολογικό παρά πραγματιστικό χαρακτήρα, υπηρετώντας τους πλουσίους παρά τους απλούς πολίτες.

Όταν αναπόφευκτα οι πολιτικές αυτές απέτυχαν, οι Αργεντινοί εξέλεξαν μια κεντροαριστερή κυβέρνηση που θα ξόδευε περισσότερα για να βάλει τάξη στο χάος, παρά για να ακολουθήσει τη δική της ατζέντα. Το απογοητευτικό αποτέλεσμα θα ευνοούσε τότε το σκηνικό για την εκλογή μιας νέας δεξιάς κυβέρνησης. Δυστυχώς, μία τάση που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

Υπάρχουν ωστόσο σημαντικές διαφορές στον τρέχοντα κύκλο. Η κυβέρνηση Μάκρι εκλέχτηκε το 2015, κληρονόμησε ένα σχετικά μικρό εξωτερικό χρέος, χάρη στην αναδιάρθρωση που ήδη είχε γίνει. Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές ήταν ως εκ τούτου περισσότερο ενθουσιώδεις από ό,τι συνήθως, δανείζοντας στην κυβέρνηση δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια παρά την απουσία ενός αξιόπιστου οικονομικού προγράμματος.

Έπειτα, όταν τα πράγματα πήγαν στραβά -όπως πολλοί παρατηρητές ανέμεναν- το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έσπευσε με το μεγαλύτερο ποτέ πακέτο διάσωσης: ένα πρόγραμμα 57 δισ. δολαρίων, από τα οποία τα 44 δισ. δολάρια μοιράστηκαν γρήγορα σε αυτό το οποίο πολλοί είδαν ως ξεκάθαρη προσπάθεια του ΔΝΤ, κάτω από την πίεση της κυβέρνησης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, να διατηρήσει μία δεξιά κυβέρνηση.

Αυτό το οποίο ακολούθησε είναι τυπικό για τέτοιου είδους πολιτικά δάνεια (όπως λεπτομερώς έχω αναφέρει στο βιβλίο μου του 2002, η Παγκοσμιοποίηση και οι Δυσλειτουργίες της [ΣτΜ. στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Η Μεγάλη Αυταπάτη]). Δόθηκε χρόνος στους εγχώριους και ξένους χρηματοδότες να βγάλουν τα χρήματά τους έξω από τη χώρα, αφήνοντας τους Αργεντινούς φορολογούμενους να σηκώσουν το βάρος. Για μια ακόμη φορά η χώρα υπερχρεώθηκε χωρίς να έχει τίποτα να επιδείξει γι’ αυτό. Και για μία ακόμη φορά το «πρόγραμμα» του ΔΝΤ απέτυχε, βυθίζοντας την οικονομία σε βαθιά ύφεση και μια νέα κυβέρνηση εξελέγη.

Αναγνώριση της αποτυχίας

Ευτυχώς, το ΔΝΤ τώρα αναγνωρίζει πως το πρόγραμμά του απέτυχε να πετύχει τους οικονομικούς στόχους που είχαν αναφερθεί. Η «Εκ των Υστέρων Αξιολόγηση» του Ταμείου αναγνωρίζει ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην κυβέρνηση Μάκρι, της οποίας «οι κόκκινες γραμμές σε ορισμένες πολιτικές ενδεχομένως απέκλεισαν δυνητικά κρίσιμα μέτρα του προγράμματος. Μεταξύ αυτών των μέτρων ήταν η λειτουργία χρέους και η χρήση μέτρων διαχείρισης της ροής κεφαλαίων».

Οι συνήθεις απολογητές του ΔΝΤ θα αποδώσουν την αποτυχία του προγράμματος στην έλλειψη επικοινωνίας ή στην κακή εφαρμογή του. Η αγορά το κατανόησε, παρόλο που το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών και ορισμένοι στο ΔΝΤ όχι.

Με δεδομένο το χάος που η κυβέρνηση του προέδρου της Αργεντινής Αλμπέρτο Φερνάντεζ κληρονόμησε στα τέλη του 2019, μοιάζει να έχει επιτευχθεί ένα οικονομικό θαύμα. Από το τρίτο τρίμηνο του 2020 έως το τρίτο τρίμηνο του 2021 η αύξηση του ΑΕΠ έφθασε στο 11,9% και εκτιμάται τώρα πως ήταν 10% το 2021 -σχεδόν δύο φορές πάνω από την πρόβλεψη για τις ΗΠΑ-, ενώ η απασχόληση και οι επενδύσεις ανέκαμψαν σε επίπεδα πάνω από εκείνα στα οποία βρίσκονταν όταν ο Φερνάντεζ ανέλαβε την εξουσία. Τα δημοσιονομικά της χώρας βελτιώθηκαν επίσης, ακόμη και με την αντικυκλική πολιτική ανάκαμψης, χάρη στην ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, τα υψηλότερα και προοδευτικά ποσοστά φορολόγησης του πλούτου και των εισοδημάτων των επιχειρήσεων και την αναδιάρθρωση χρέους του 2020.

Υπήρξε επίσης σημαντική ανάπτυξη στις εξαγωγές -όχι απλώς μόνο σε αξία, αλλά και σε όγκο- μετά την εφαρμογή πολιτικών που είχαν στόχο να επιταχύνουν την ανάπτυξη του εμπορικού τομέα. Αυτά περιλάμβαναν πολιτικές πιστώσεων, τη μείωση των δασμών στις εξαγωγές στο μηδέν σε τομείς προστιθέμενης αξίας, παράλληλα με υψηλά ποσοστά σε βασικά εμπορεύματα και επενδύσεις στις δημόσιες υποδομές και έρευνα και ανάπτυξη (το είδος πολιτικών που ο Bruce Greenwald και εγώ υποστηρίζουμε στο βιβλίο μας «Δημιουργία μιας Κοινωνίας Μάθησης»).

Ανησυχίες για το χρέος

Παρά τη σημαντική πρόοδο στην πραγματική οικονομία, τα οικονομικά μέσα ενημέρωσης επέλεξαν να εστιάσουν πλήρως σε θέματα όπως το ρίσκο της χώρας και η διαφορά στη συναλλαγματική ισοτιμία. Τα προβλήματα αυτά δεν εκπλήσσουν. Με δεδομένο το τεράστιο μέγεθος του δανείου το οποίο πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί, μια συμφωνία η οποία απλώς παρατείνει το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής από 4,5 σε δέκα χρόνια, είναι μετά βίας αρκετή για να απαλύνει τις ανησυχίες για το χρέος της Αργεντινής.

Επιπλέον, η Αργεντινή βιώνει ακόμα τις επιπτώσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου που έρρευσε κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μάκρι. Μεγάλο μέρος αυτού παγιδεύτηκε από τα capital controls, με αποτέλεσμα τη συνεχή πίεση στην παράλληλη συναλλαγματική ισοτιμία.

Η αποκατάσταση του οικονομικού χάους της προηγούμενης κυβέρνησης θα κρατήσει χρόνια. Η επόμενη μεγάλη πρόκληση είναι η επίτευξη συμφωνίας με το ΔΝΤ για το χρέος της περιόδου Μάκρι. Η κυβέρνηση Φερνάντεζ υπονόησε πως είναι ανοικτή σε οποιοδήποτε πρόγραμμα δεν θα υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη ούτε θα ενισχύει τη φτώχεια. Αν και όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν πως η λιτότητα είναι αντιπαραγωγική, ορισμένα ισχυρά κράτη-μέλη του ΔΝΤ ενδεχομένως να πιέσουν γι’ αυτήν.

Η ειρωνεία είναι πως οι ίδιες αυτές χώρες που πάντοτε επιμένουν στην ανάγκη «εμπιστοσύνης» ενδεχομένως να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στην ανάκαμψη της Αργεντινής. Θα είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα που δεν συνεπάγεται λιτότητα; Σε έναν κόσμο που δίνει ακόμη μάχη κατά του Covid-19, καμία δημοκρατική κυβέρνηση δεν ή θα δεχόταν τέτοιους όρους.

Απώλεια εμπιστοσύνης

Τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, το ΔΝΤ κέρδισε νέο σεβασμό με τις αποτελεσματικές του αντιδράσεις σε παγκόσμιες κρίσεις, από την πανδημία και την κλιματική αλλαγή στην ανισότητα και το χρέος. Αν επιστρέψει στις παλαιού τύπου απαιτήσεις λιτότητας για την Αργεντινή, οι επιπτώσεις για το Ταμείο το ίδιο θα είναι σκληρές, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης διάθεσης άλλων χωρών να εμπλακούν μαζί του. Αυτό με τη σειρά του θα απειλούσε την παγκόσμια χρηματοοικονομική και πολιτική σταθερότητα. Στο τέλος, όλοι θα ζημιωθούν.

* Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι κάτοχος Νόμπελ Οικονομικών, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και μέλος της Ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Μεταρρύθμιση της Διεθνούς Φορολόγησης των Επιχειρήσεων.​