Από την έντυπη έκδοση
Των Νατάσας Στασινού και Αγγελικής Κοτσοβού
Αντιμέτωπη με μία άνευ προηγουμένου προσφυγική κρίση, η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να βρει ενιαίες απαντήσεις και να υπερβεί φράχτες και τείχη, πραγματικά και πολιτικά, που έχουν υψώσει αρκετά κράτη μέλη. Επιχειρεί παράλληλα να υπολογίσει τον αντίκτυπο που η εισροή των εκατομμυρίων προσφύγων θα έχει στην οικονομία της, από τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στα δημοσιονομικά έως τις προσδοκίες για άμεσα, αλλά και μεγαλύτερης διάρκειας οφέλη στην ανάπτυξη ή ακόμη και στο ασφαλιστικό σύστημα.
Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε μελέτη της βλέπει όφελος έως και 0,8% στο ΑΕΠ μεγάλων οικονομιών, που υποδέχονται πρόσφυγες, όπως είναι η Γερμανία, υπογραμμίζοντας ωστόσο ότι προϋπόθεση είναι η ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας, το εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία. «Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η ενσωμάτωση είναι το κλειδί» υπογραμμίζουν οι ειδικοί της Κομισιόν, εξηγώντας ότι εάν υπάρξει επιτυχία σε αυτόν τον τομέα οι πρόσφυγες μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην ευελιξία της αγοράς εργασίας, στην αντιμετώπιση των σοβαρότατων δημογραφικών προκλήσεων, δηλαδή της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά ακόμη και να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών.
Μπορεί βραχυπρόθεσμα η προσοχή να στρέφεται στη διαχείριση των προσφυγικών ροών και την υποστήριξη ενός μεγάλου αριθμού αιτούντων άσυλο, σε γενικές γραμμές όμως η μετανάστευση αποτελεί σύνηθες φαινόμενο και ο αντίκτυπος στην οικονομία θα μπορούσε να είναι θετικός, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και στη βελτίωση των προοπτικών στην αγορά εργασίας, μια εξέλιξη που όμως εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους χειρισμούς των κρατικών αρχών.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση της Κομισιόν, οι μετανάστες, εάν ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο, μπορούν να συμβάλουν σε μεγαλύτερη ευελιξία και βελτίωση της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο βραχυπρόθεσμος αντίκτυπος στην ανάπτυξη οφείλεται κυρίως στις αυξημένες δημοσιονομικές δαπάνες. Μεσοπρόθεσμα, μια επιτυχημένη και έγκαιρη ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας μπορεί να συμβάλει στη μείωση των ποσοστών ανεργίας. Οι μετανάστες μπορούν να βελτιώσουν τη δυναμικότητα προσαρμογής των αγορών εργασίας στις περιφερειακές διαφορές ή περιφερειακά σοκ, αναλαμβάνοντας θέσεις εργασίας σε τομείς που δεν προτιμούν οι πολίτες της χώρας. Μελέτες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης υπογραμμίζουν τη σημασία της μετανάστευσης και της κινητικότητας εργατικού δυναμικού στις δυνατότητες προσαρμογής σε αλλαγές στις συνθήκες στην αγορά εργασίας.
Σε μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βάση, η μετανάστευση μπορεί παράλληλα να συμβάλει σε ποσοτικές αλλαγές του ανθρώπινου κεφαλαίου, πέραν του θετικού αντίκτυπου στο εργατικό δυναμικό.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη συνεισφορά μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης στο εργατικό δυναμικό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κομισιόν προβλέπει βελτίωση 0,2% του ΑΕΠ της Ε.Ε. από το 2017 έως το 2020, επικαλούμενη τον αντίκτυπο από υψηλότερες δημόσιες δαπάνες και διεύρυνση του εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, αναμένει και σταδιακή βελτίωση των προοπτικών απασχόλησης περίπου κατά 0,3% έως το 2017.
Ο θετικός οικονομικός αντίκτυπος λόγω μετανάστευσης θα είναι μικρότερος εάν οι μετανάστες είναι κυρίως χαμηλής εξειδίκευσης. Σε αυτό το δεύτερο σενάριο της Επιτροπής, όπου η αύξηση του εργατικού δυναμικού βασίζεται κυρίως σε εργαζομένους χαμηλής εξειδίκευσης, ο θετικός αντίκτυπος στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι πιο περιορισμένος. Η Κομισιόν προβλέπει ότι το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 0,2% το 2017 και κατά 0,1% έως το 2020, ενώ οι προοπτικές απασχόλησης αναμένεται να βελτιωθούν περίπου κατά 0,2%.
Ωφελημένη η Γερμανία
Ορισμένες χώρες επηρεάζονται περισσότερο σε σύγκριση με άλλες. Στην περίπτωση της Γερμανίας, που δέχεται και τη μεγαλύτερη ροή μεταναστών, η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 1,3% το 2020 στο σενάριο μεταναστών υψηλής εξειδίκευσης, έναντι 0,6% στο σενάριο χαμηλής εξειδίκευσης. Η συνεισφορά των μεταναστών στο ΑΕΠ υπολογίζεται περίπου 0,6% το 2016 και περίπου 1% υψηλότερα έως το 2020. Στην περίπτωση που οι μετανάστες είναι χαμηλής εξειδίκευσης, ο αντίκτυπος στη γερμανική οικονομία μειώνεται στο 0,3%-0,4% μεσοπρόθεσμα.
Συνέπειες σε βασικά κράτη – προορισμούς
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τις επιπτώσεις στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών. Και τούτο γιατί εξαρτώνται εν πολλοίς από το μέγεθος των προσφυγικών ροών που υποδέχεται η κάθε χώρα, αλλά και τις επιλογές της κάθε κυβέρνησης. Η Ελλάδα και η Ιταλία παραμένουν οι κύριες χώρες υποδοχής, αλλά όχι η πρώτη επιλογή των προσφύγων για αίτηση ασύλου. Οι βασικές χώρες – τελικοί προορισμοί είναι η Γερμανία και η Σουηδία, ενώ ενδιάμεσοι σταθμοί είναι η Ουγγαρία, η Σλοβενία και η Κροατία.
Οι δαπάνες για υποδομές υποδοχής και φιλοξενίας, αλλά και για προγράμματα ενσωμάτωσης μπορούν προσωρινά να αυξήσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ωστόσο, καθώς σημαίνουν αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, τείνουν να συνοδεύονται από μεγέθυνση του ΑΕΠ. Παράλληλα ορισμένες χώρες επιλέγουν να αντισταθμίσουν τις αυξημένες δαπάνες, που συνδέονται με το προσφυγικό, με περικοπές σε άλλους τομείς ή αύξηση της φορολογίας, ενώ άλλες αποφεύγουν τέτοιες κινήσεις φοβούμενες πλήγμα στην ανάπτυξη.
Υψηλότερο προβλέπεται να είναι το βραχυπρόθεσμο κόστος για τη Σουηδία, η οποία και φιλοξενεί το υψηλότερο ποσοστό αιτούντων άσυλο σε σύγκριση με τον πληθυσμό της. Το καθαρό κόστος αναμένεται να είναι 0,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2015-16. Για τη Γερμανία και την Αυστρία η Κομισιόν υπολογίζει τον αντίκτυπο για την Αυστρία στο 0,6% του ΑΕΠ, για τη Γερμανία στο 0,5%, για τη Φινλανδία στο 0,3%, ενώ για τη χώρα μας, την Ολλανδία και το Βέλγιο στο 0,2% του ΑΕΠ. Μόλις 0,1% του ΑΕΠ υπολογίζεται η επίπτωση στο ΑΕΠ της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου, της Δανίας, αλλά και δύο χωρών που αρνούνται πεισματικά να ανοίξουν τις «πόρτες», της Ουγγαρίας και της Σλοβενίας.
Αν και οι ευρωπαϊκές Συνθήκες δεν επιτρέπουν «ειδική μεταχείριση» ορισμένων δαπανών στον έλεγχο των δημοσιονομικών στόχων, έχει καταστεί σαφές ότι θα υπάρξει «ευελιξία» για τις χώρες που βαρύνονται περισσότερο από την προσφυγική κρίση.
Στατιστικά για τους αιτούντες άσυλο
Οι αιτούντες άσυλο -αν και πρόκειται για ετερογενές σύνολο- είναι σχετικά νέοι, στη μεγάλη πλειονότητά τους σε ηλικία εργασίας. Βάσει των στοιχείων της Επιτροπής για το 2014 και το 2015, το 70% εξ αυτών είναι ηλικίας 18 έως 64 ετών. Το αντίστοιχο ποσοστό αυτής της ηλιακής ομάδας στην Ε.Ε. είναι 63%.