Skip to main content

Πρωτοχρονιάτικο Διάγγελμα Μέρκελ: «Ήταν η πιο δύσκολη χρονιά»

Στο τηλεοπτικό διάγγελμά της προς τους πολίτες ενόψει νέου έτους, η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, χωρίς να κρύψει τα συναισθήματά της, πράγμα εξαιρετικά ασυνήθιστο, παραδέχθηκε ότι το 2020 ήταν μακράν «το δυσκολότερο από τα 15 χρόνια» που ασκεί την εξουσία, εξαιτίας της «ιστορικής κρίσης» που προκάλεσε η πανδημία του νέου κορωνοϊού.

Η κ. Μέρκελ προειδοποίησε πως η χώρα έχει ακόμα μπροστά της «μεγάλες δυσκολίες», αλλά συμπλήρωσε πως η έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού των πολιτών κάνει το 2021 χρονιά «ελπίδας».

Η κεντροδεξιά πολιτικός, που χειρίστηκε σειρά σοβαρών κρίσεων στη διάρκεια της μακράς θητείας της στην εξουσία, δεν έκρυψε εξάλλου την οργή της για το κίνημα διαμαρτυρίας που εναντιώνεται στα περιοριστικά μέτρα για την αποτροπή της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού, στο οποίο είναι πολύ ενεργή η γερμανική ακροδεξιά.

Τόνισε ακόμη ότι θα εμβολιαστεί για τον νέο κορωνοϊό όταν θα είναι «η σειρά της».

«Επιτρέψτε μου να σας πω κάτι προσωπικό: σε εννιά μήνες, θα διεξαχθούν βουλευτικές εκλογές· και δεν θα είμαι υποψήφια», είπε η 66χρονη πολιτικός. «Απόψε λοιπόν είναι κατά πάσα πιθανότητα η τελευταία φορά που σας απευθύνω διάγγελμα για τη νέα χρονιά».

«Νομίζω πως δεν θα υπερέβαλα αν έλεγα πως ποτέ, τα τελευταία 15 χρόνια, δεν αφήσαμε πίσω μας τόσο βαρύ παλιό χρόνο· και ποτέ, παρ’ όλες τις ανησυχίες, παρ’ όλες τις επιφυλάξεις, δεν προσμέναμε τον νέο χρόνο με τόση πολλή ελπίδα».

Οι έπαινοι που δεχόταν αρχικά η κυρία Μέρκελ — σπούδασε φυσική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας επί ΓΛΔ και χειρίστηκε την υγειονομική κρίση εξαρχής με γνώμονα τις συστάσεις των επιστημόνων — έχουν μετατραπεί τελευταία σε επικρίσεις, λόγω του σκληρού πλήγματος που υφίσταται η χώρα από το επιλεγόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας, που χρεώνεται προσωπικά ως αποτυχία.

Οι εκλογές στη Γερμανία θα διεξαχθούν τον Σεπτέμβριο και η κ. Μέρκελ, η συντηρητική παράταξη της οποίας αναμένεται να επικρατήσει, ετοιμάζεται να παραδώσει μέσα στο 2021 τη σκυτάλη σε κάποιον από τους τρεις άνδρες οι οποίοι συμμετέχουν στην κούρσα για να τη διαδεχθούν στην ηγεσία του κόμματός της, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU).

«Μόνο να φανταστώ μπορώ πόση πικρία πρέπει να αισθάνονται εκείνοι που πενθούν αγαπημένους τους οι οποίοι χάθηκαν εξαιτίας του νέου κορονοϊού, ή εκείνοι που δίνουν μάχη για να ξεπεράσουν την ασθένεια και τις επιπλοκές της, όταν κάποιοι αμφισβητούν πως υπάρχει ο ιός», είπε.

«Οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι μόνο λαθεμένες και επικίνδυνες, είναι επίσης κυνικές και απάνθρωπες απέναντί τους», πρόσθεσε.

«Οι προκλήσεις με τις οποίες μας έχει φέρει αντιμέτωπους η πανδημία παραμένουν τεράστιες», επέμεινε, ευχαριστώντας τη μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών διότι τηρεί τις συστάσεις, ειδικά να περιορίσει τις κοινωνικές επαφές.

«Θα εμβολιαστώ κι εγώ, όταν έρθει η σειρά μου», διευκρίνισε ακόμη η κεντροδεξιά καγκελάριος.

Η τέταρτη και τελευταία θητεία της κυρίας Μέρκελ σημαδεύτηκε από έντονη δυσαρέσκεια στη συντηρητική παράταξη, η οποία δοκίμασε οδυνηρές ήττες σε κρατιδιακές εκλογές, εν μέρει, σύμφωνα με αναλυτές, εξαιτίας του αντίκτυπου της απόφασης της καγκελαρίου να ανοίξει τα σύνορα της Γερμανίας προκειμένου η χώρα να υποδεχθεί πάνω από ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο το 2015.

Οι ήττες της παράταξής της στις κρατιδιακές εκλογές του 2018 από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και τους Πράσινους θεωρείται πως ήταν ανάμεσα στους λόγους που την ώθησαν να μη διεκδικήσει πέμπτη θητεία.

Η φράση της κυρίας Μέρκελ ότι το χθεσινοβραδινό διάγγελμά της ήταν «κατά πάσα πιθανότητα» το τελευταίο αναφερόταν στο ενδεχόμενο οι συνομιλίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου να αποδειχθούν δύσκολες και μακρές. Σε αυτή την περίπτωση, θα παραμείνει στην Καγκελαρία, σε υπηρεσιακό ρόλο.

Η Άνγκελα Μέρκελ απευθύνθηκε στους Γερμανούς την ημέρα που ανακοινώθηκε ρεκόρ θανάτων εξαιτίας της COVID-19: ξεπέρασαν, για πρώτη φορά, τους χίλιους σε 24 ώρες. Αυτό πάντως οφειλόταν εν μέρει στο ότι οι κρατιδιακές αρχές καθυστέρησαν, λόγω εορτών, να στείλουν δεδομένα στο Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ.

Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters.