Skip to main content

Καναδάς: Άλυτο το μυστήριο του θανάτου του ζεύγους Σέρμαν

Ερευνητές της διεύθυνσης ανθρωποκτονιών τέθηκαν την Κυριακή επικεφαλής της έρευνας για τους μυστηριώδεις θανάτους του δισεκατομμυριούχου ιδρυτή μιας από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές βιομηχανίες του Καναδά, του Μπάρι Σέρμαν, και της συζύγου του, Χάνι, εν μέσω αντιδράσεων της οικογένειας για τον τρόπο που οι αρχές χειρίζονται την υπόθεση.

Το ζευγάρι, γνωστό για το φιλανθρωπικό του έργο, βρέθηκε την Παρασκευή κρεμασμένο πλάι στην πισίνα από έναν μεσίτη που είχε αναλάβει να πουλήσει την έπαυλή του στο Τορόντο.

Σύμφωνα με την αστυνομία, δεν βρέθηκε καμιά ένδειξη διάρρηξης στο σπίτι, για το οποίο το ζευγάρι ζητούσε σχεδόν 7 εκατομμύρια δολάρια Καναδά (περίπου 4,6 εκατ. ευρώ).

Η νεκροψία-νεκροτομή που έγινε το Σάββατο και την Κυριακή έδειξε ότι η αιτία θανάτου του Μπάρι Σέρμαν, 75 ετών, και της συζύγου του, 70, ήταν ο στραγγαλισμός. Οι αρχές ζήτησαν από οποιονδήποτε διαθέτει πληροφορίες για την υπόθεση να επικοινωνήσει μαζί τους.

Η αστυνομία δεν έχει ανακοινώσει εάν αναζητεί κάποιον ύποπτο. Το Σάββατο, οι αρχές ανέφεραν πως δεν έκαναν καμιά σύλληψη ούτε καταζητούν οποιονδήποτε στο πλαίσιο της υπόθεσης, η οποία μονοπωλεί το ενδιαφέρον των καναδικών μέσων ενημέρωσης.

Οι Globe and Mail, Toronto Sun και Toronto Star έγραψαν το Σάββατο ότι η αστυνομία υποθέτει πως ο βιομήχανος σκότωσε τη γυναίκα του και κατόπιν κρεμάστηκε, αλλά τα τέσσερα παιδιά του ζευγαριού καταδίκασαν τα δημοσιεύματα και απέρριψαν αυτή τη θεωρία κάνοντας λόγο για «ανευθυνότητα» από μέρους των αστυνομικών που διέρρευσαν την πληροφορία στις εφημερίδες.

Ο Μπάρι Σέρμαν ίδρυσε τη φαρμακευτική βιομηχανία Apotex το 1974 και γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία προωθώντας στην αγορά γενόσημα σκευάσματα χαμηλού κόστους κι αποσπώντας μερίδιο αγοράς από καθιερωμένες εταιρείες. Αποχώρησε από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας το 2012, αλλά παρέμεινε πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου.

Το περιοδικό Forbes έχει υπολογίσει ότι η περιουσία του Μπάρι Σέρμαν έφθανε τα 3,2 δισ. δολάρια.

Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters, AFP