Skip to main content

Η ταυτόχρονη χρήση οπιοειδών και βενζοδιαζεπίνης πενταπλασιάζει τον κίνδυνο υπερδοσολογίας στον οργανισμό

Στις πρώτες 90 ημέρες της ταυτόχρονης χρήσης οπιοειδών και βενζοδιαζεπινών, ο κίνδυνος υπερδοσολογίας στον οργανισμό αυξάνεται κατά 5 φορές περισσότερο σε σύγκριση με τη χρήση μόνον οπιοειδών, σύμφωνα με νέα μελέτη της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Pittsburgh, η οποία δημοσιεύθηκε στο  JAMA Network Open.

Τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων συνιστούν την μη ταυτόχρονη χρήση οπιοειδών και βενζοδιαζεπινών, αλλά σχεδόν 1/4 των ατόμων που έχουν λάβει συνταγή με κάποιο οπιοειδή έχουν επίσης και συνταγή για βενζοδιαζεπίνες λένε οι ειδικοί ενώ, όπως αναφέρουν και τα δύο φάρμακα έχουν ηρεμιστικά αποτελέσματα.

«Οι ασθενείς στους οποίους πρέπει να συνταγογραφούνται  οπιοειδή όσο και  βενζοδιαζεπίνη πρέπει να παρακολουθούνται στενά από τους επαγγελματίες υγείας, λόγω του αυξημένου κινδύνου υπερδοσολογίας στον οργανισμό τους, ιδιαίτερα στις πρώτες ημέρες έναρξης αυτής της φαρμακευτικής αγωγής», επισημαίνει η Inmaculada Hernandez, Pharm.D., Ph. D., επίκουρη καθηγήτρια στη Φαρμακευτική Σχολή του Pitt και κύρια συγγραφέας της μελέτης και συμπληρώνει. «Οι πολιτικές υγείας πρέπει να εστιάσουν με ειδικές παρεμβάσεις στην πρόληψη της ταυτόχρονης λήψης φαρμάκων αντί να περιορίσουν απλά τη διάρκεια του χρόνου που οι ασθενείς χρησιμοποιούν και τα δύο φάρμακα».

Η καθηγήτρια Hernandez και η ομάδα της χρησιμοποίησαν τα δεδομένα Medicare Part D των ετών 2013- 2014 για να αξιολογήσουν πώς η ταυτόχρονη χρήση και των δύο τύπων φαρμάκων αυξάνει τον κίνδυνο υπερδοσολογίας στον οργανισμό. Οι συμμετέχοντες που δεν υποβλήθηκαν σε θεραπεία για καρκίνο και οι οποίοι πλήρωσαν τουλάχιστον μία συνταγή οπιοειδών κατά τη διάρκεια αυτού του έτους συμπεριλήφθηκαν στην ανάλυση, η οποία τελικά συμπεριέλαβε περισσότερους από 71.000 συμμετέχοντες, οι οποίοι κατά μέσο όρο ήταν 66,5 ετών.

Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, εκείνους με συνταγή μόνο οπιοειδών και σε εκείνους που είχαν συνταγή οπιοειδών και βενζοδιαζεπίνης. Η δεύτερη ομάδα χωρίστηκε έπειτα σε 4 υποομάδες με βάση τον σωρευτικό αριθμό ημερών με αλληλεπικαλυπτόμενες ποσότητες οπιοειδών και βενζοδιαζεπίνης.

Για τους ασθενείς που δεν είχαν λάβει υπερβολική δόση κατά τις πρώτες 90 ημέρες της ταυτόχρονης χρήσης, ο κίνδυνος υπερδοσολογίας στον οργανισμό τους τις επόμενες 90 ημέρες μειώθηκε από πενταπλάσιο σε λιγότερο από διπλάσιο, αλλά και αυτή η μείωση είναι ακόμα αυξημένη σε σύγκριση με τη χρήση μόνο οπιοειδών. Μετά από 180 ημέρες ταυτόχρονης χρήσης, ο κίνδυνος υπερδοσολογίας δεν ήταν υψηλότερος από τον κίνδυνο για χρήση μόνο οπιοειδών.

Τα αποτελέσματα προσαρμόστηκαν με βάση τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών,  τους παράγοντες ασφάλισης υγείας, τα κλινικά χαρακτηριστικά και τον αριθμό των μοναδικών κλινικών γιατροί που συνταγογραφούσαν οπιοειδή ή βενζοδιαζεπίνες στους ασθενείς.

Η Hernandez και η ομάδα της διαπίστωσαν επίσης, ότι ο κίνδυνος υπερδοσολογίας από την ταυτόχρονη χρήση οπιοειδών και βενζοδιαζεπίνης  αυξήθηκε όταν αυξανόταν και ο αριθμός των συνταγογράφων ιατρών οπιοειδών και βενζοδιαζεπίνης. Με άλλα λόγια, όσο περισσότεροι κλινικοί ιατροί συνταγογραφούν φάρμακα σε έναν ασθενή, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος υπερδοσολογίας για τον ασθενή αυτό.

«Αυτά τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι παίζει σημαντικό ρόλο η ύπαρξη πολλών γιατρών που συνταγογραφούν τα συγκεκριμένα φάρμακα, καθώς και η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους  καθώς έτσι αυξάνεται ο κίνδυνος υπερδοσολογίας για τους ασθενείς», δήλωσε η Yuting Zhang, Ph.D., διευθύντρια της ομάδας έρευνας Pharmaceutical Economics Research Group, Health Policy and Management , στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του πανεπιστημίου Pittsburgh, και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης. «Τα προγράμματα παρακολούθησης συνταγογραφούμενων φαρμάκων και οι παρεμβάσεις πολιτικής μπορούν να βοηθήσουν στην καταπολέμηση αυτού του προβλήματος και στη μείωση του κινδύνου για τους ασθενείς» όπως λέει.