Η υπνοβασία είναι συνηθισμένη παιδική διαταραχή του ύπνου, ενώ σε συνδυασμό με τον λεγόμενο «νυχτερινό τρόμο» δηλαδή, τον έντονο φόβο και τις κραυγές ενός παιδιού κατά τη διάρκεια του ύπνου του, ανήκουν στην κατηγορία των παραϋπνιών (parasomnias). Και οι δύο αυτές διαταραχές έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά γι αυτό και οι επιστήμονες της μελέτησαν συγχρόνως.
Σύμφωνα λοιπόν με μελέτη που έγινε στο νοσοκομείου της Ιεράς Καρδίας του Μόντρεαλ, και δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό παιδιατρικό περιοδικό «JAMA Pediatrics», η υπνοβασία έχει σε μεγάλο βαθμό γενετική επιρροή.
Οι ερευνητές μελέτησαν στοιχεία για 1.940 παιδιά και διαπίστωσαν ότι πάνω από το 60% εξ αυτών υπνοβατούσαν κάποια στιγμή στη ζωή τους ενώ το σημείο επαφής τους ήταν ότι και οι δύο γονείς τους ήταν υπνοβάτες.
Όπως διευκρίνισαν οι επιστήμονες, όταν ένα παιδί είχε ένα γονέα υπνοβάτη οι πιθανότητες να γίνει κι αυτό έφταναν στο 47,7%, αν είχε και τους δύο γονείς οι πιθανότητες εκτινάσσονταν στο 61,5%, ενώ αντίθετα αν δεν είχε κανένα γονιό υπνοβάτη τότε το ποσοστό αυτό έπεφτε στο 22,5%. Όπως λένε η γενετική επιρροή στην υπνοβασία εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία και σπανιότερα στην ενήλικη ζωή ενός ανθρώπου.
Αναφορικά με τους νυχτερινούς τρόμους, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι πάνω από τα μισά παιδιά ηλικίας ενάμισι έτους έως 13 ετών εμφανίζουν κάποια στιγμή τέτοια διαταραχή. Μάλιστα στην ηλικία του ενάμισι έτους η διαταραχή αυτή αφορούσε πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών ένα ποσοστό δηλαδή 34,4%, ενώ όσο μεγάλωναν το ποσοστό μειωνόταν και στην ηλικία των 13 ετών έχει περιορισθεί στο 5,3%. Όπως τόνισαν οι επιστήμονες, τα παιδιά έως 3 ετών που έχουν νυχτερινούς τρόμους, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν και υπνοβασία έως την ηλικία των 5 ετών.