Skip to main content

Σβήστε τα τζάκια και αποφύγετε τις πολλές μετακινήσεις με το αυτοκίνητο

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Γιατί φέτος θα πρέπει να αποφύγουμε το άναμμα του τζακιού και την υπερ-χρήση του αυτοκινήτου και τι σχέση έχουν με τον κοορονοϊό, μας εξηγεί ο καθηγητής Δημοσθένης Σαρηγιάννης, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας HERACLES για το Εκθεσίωμα και την Υγεία, του Κέντρου Διεπιστημονικής Έρευνας και Καινοτομίας του ΑΠΘ. Όπως λέει ο καθηγητής, η έκθεση μας σε λεπτά αιωρούμενα σωματίδια ρύπανσης επιτείνει τις επιπτώσεις της έκθεσης στον ιό, ειδικά στα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.

Σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες που έγιναν στο Χάρβαρντ, στην Ιταλία και όχι μόνο μεγαλώνει αποδεδειγμένα τη θνητότητα. Συνεπώς θα πρέπει να μειώσουμε φέτος την έκλυση των σωματιδίων από παντού. Για παράδειγμα αν θέλουμε να πάμε κάπου κοντά καλό θα είναι να μην πάρουμε το αυτοκίνητο, επίσης, να μην κάψουμε ξύλα για θέρμανση τον χειμώνα, διότι η σωματιδιακή ρύπανση του αέρα θα εντείνει τη διασπορά του κορονοϊού.

Ο καθηγητής Σαρηγιάννης επισημαίνει ότι ο ιός έχει μέγεθος νανοσωματιδίων και είναι αερομεταφερόμενος. Μεταδίδεται δηλαδή με τον αέρα. Έχει διαπιστωθεί ότι τα αιωρούμενα μικροσωματίδια ρύπανσης μπορούν να γίνουν φορείς του. Ο κορονοϊός δηλαδή επικολλάται πάνω σε αυτά και έτσι μεταφέρεται. Με αυτόν τον τρόπο όμως, αυξάνεται και ο χρόνος που παραμένει στον αέρα, δηλαδή ξεπερνά και την μία ώρα αλλά και η απόσταση στην οποία μπορεί να γίνει η μετάδοσή του, η οποία μπορεί έτσι να ξεπεράσει και τα οκτώ μέτρα!

«Προσωπικά θα πω ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει τη νοσηρότητα και τη θνητότητα από τον κορονοϊό σε βάθος χρόνου, κάτι που φαίνεται από τις διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν στον αστικό ιστό, στις μεγάλες πόλεις, σε σχέση με την περιφέρεια» σημειώνει ο κ. Σαρηγιάννης και συμπληρώνει. «Στις μεγάλες πόλεις, που έχουμε και μεγαλύτερη ρύπανση, έχουμε περισσότερο ευάλωτους οργανισμούς και παρατηρήθηκαν περισσότερα κρούσματα».

Ο λόγος σύμφωνα με τον ειδικό είναι  ότι υπάρχουν στον οργανισμό μας υποδοχείς, στους οποίους συνδέονται οι ρύποι και τα χημικά, επηρεάζοντας την ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να αντιπαρέλθει λοιμογόνους παράγοντες όπως τον κορωναϊό με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανθρώπινη ευαλωσιμότητα. «Θα έλεγα ότι η κατάσταση του κάθε ασθενούς επηρεάζεται από τους υποδοχείς και την ικανότητα του οργανισμού να αντιδράσει» επισημαίνει ο καθηγητής.

Ο κ. Σαρηγιάννης μας εξηγεί, ότι έρευνες που έγιναν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας στη Βόρεια Ιταλία, την Κίνα (σε 120 πόλεις), στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, υπογράμμισαν αυτήν ακριβώς τη συσχέτιση ανάμεσα στις συγκεντρώσεις αιωρούμενων μικροσωματιδίων PM2.5, PM10, NO2 (διοξείδιο του αζώτου)και O3 (όζον)σε 120 πόλεις στην Κίνα και σε επιβεβαιωμένες περιπτώσεις COVID 19 , οι οποίες είναι περισσότερες  σε αριθμό, όπου υπάρχει αύξηση αυτών των αερίων ρύπων.

«Έχουμε διαπιστώσει ότι για κάθε αύξηση ενός μικρογραμμαρίου ανά κυβικό μέτρο ατμοσφαιρικών ρύπων, η θνητότητα  από τον COVID 19 μπορεί να αυξηθεί έως και 10» αναφέρει ο ίδιος.

Τι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη

Λίγο πριν από το lockdown στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τα στοιχεία από τους σταθμούς μέτρησης της αέριας ρύπανσης της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, υπήρξαν υπερβάσεις για τα PM10 , στους σταθμούς μέτρησης της Αγίας Σοφίας, Ελευθέριου Κορδελιού, και Σίνδου.

Στις 22 Οκτωβρίου η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: «Ενημέρωση και προστασία του πληθυσμού μέσω συστάσεων και μέτρων προφύλαξης: Μέση εικοσιτετράωρη τιμή συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων 51 έως 75mg/m3. Συστάσεις σε άτομα αυξημένου κινδύνου: ενήλικες με αναπνευστικά προβλήματα θα πρέπει να περιορίσουν κάθε έντονη σωματική άσκηση, ιδιαίτερα αν αυτή γίνεται σε εξωτερικούς χώρους». 

Η Οικολογία Αλληλεγγύη από πλευρά της επεσήμανε ότι το τελευταίο διάστημα καταγράφονται υπερβάσεις στις τιμές των επικίνδυνων μικροσωματιδίων PM10 στους σταθμούς μέτρησης Αγίας Σοφίας , Κορδελιού και Σίνδου και αυτό ήταν από τις βασικές αιτίες για το  lockdown.

Ενώ, και ο δημοτικός σύμβουλος της παράταξης Μιχάλης Τρεμόπουλος είχε αναφέρει ότι «Ο Δήμος Θεσσαλονίκης πρέπει να μας εξηγήσει γιατί δεν έχει εντάξει το δικό του δίκτυο μετρήσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στο Εθνικό Δίκτυο με αποτέλεσμα τα δεδομένα αυτά, εδώ και 30 χρόνια να φτάνουν στην Commission και να μην συσχετίζονται ποτέ με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά δεδομένα. Στη Θεσσαλονίκη εδώ και χρόνια υπάρχει έντονο πρόβλημα ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα μικροσωματίδια PM10 και ιδιαίτερα τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο και Ιανουάριο. Συνεπώς το lockdown είναι αναπόφευκτο μετά τα εκατοντάδες κρούσματα των τελευταίων ημερών. Δεν ανακοινώνεται, όμως, πως ένας από τους βασικούς λόγους που φέρνει το lockdown , είναι το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που αντιμετωπίζει η πόλη».

Πρόσφατη έρευνα  απέδειξε ότι κάθε αύξηση  1mg/m3 στο επίπεδο PM2,5 σε αιωρούμενα δηλαδή σωματίδια διαμέτρου 2.5 χιλιοστών, οδηγεί σε αύξηση έως 10% στο ποσοστό θνησιμότητας της COVID 19 .

Ο καθηγητής Δημοσθένης Σαρηγιάννης έχει αναφερθεί επανειλημμένως στη μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, η οποία έγινε από τον Απρίλιο έως και τον Σεπτέμβριο του 2020 και έδειξε ότι άνθρωποι που ανήκαν σε ευπαθείς ομάδες και έχουν προσληφθεί από τον κορονοϊό , αλλά ταυτόχρονα έχουν εκτεθεί σε αέρια ρύπανση PM2.5 έχουν αυξημένη θνητότητα. Για κάθε αύξηση ενός μικρογραμμαρίου ανά κυβικό μέτρο ατμοσφαιρικών ρύπων, η νοσηρότητα και η  θνητότητα  από τον COVID 19 μπορεί να αυξηθεί έως και 10%.

*Ο καθηγητής Δημοσθένης Σαρηγιάννης είναι επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας HERACLES για το Εκθεσίωμα και την Υγεία , του Κέντρου Διεπιστημονικής Έρευνας και Καινοτομίας του ΑΠΘ . Η διεπιστημονική ομάδα HERACLES κάνει αυτή την έρευνα στα πλαίσια του ευρωπαϊκού ερευνητικού έργου HERA(Health and Environment Research Agenda) Η ομάδα, της οποίας επιστημονικός υπεύθυνος είναι ο καθηγητής Σαρηγιάννης, αναλύει μοντέλα εκτίμησης επιπτώσεων στην υγεία από οιουδήποτε επιβαρυντικούς παράγοντες , συμπεριλαμβανόμενου του SARS-COV-2 και της σχετικής task force για την COVID 19. Η ομάδα περιλαμβάνει επιστήμονες χημικούς μηχανικούς, βιολόγους, ιολόγους , βιοπληροφορικούς, τοξικολόγους, χημικούς και στα πλαίσια του έργου HERA, η ομάδα συνεργάζεται με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικής, το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης και τα Ινστιτούτα προηγμένων Σπουδών της Πάβια και την Ανώτατη Σχολή Sant Anna της Πίζας μεταξύ άλλων.