Skip to main content

Τα διαμάντια και η αποτυχία των κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας

Τo νέο πακέτο δεν περιλαμβάνει ενεργειακά μέτρα, διαφωνίες εντός των κρατών-μελών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει μέχρι τώρα εννιά πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας και συζητά το 10ο, που επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ την Παρασκευή, στην επέτειο της ρωσικής εισβολής.

Το προτεινόμενο πακέτο περιλαμβάνει εμπορικούς περιορισμούς στη Μόσχα, αξίας άνω των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν τραπεζικούς περιορισμούς για να κάνουν πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση του πολέμου για τη Μόσχα.

Πρέπει να επεκτείνει η ΕΕ τον κατάλογο των 1386 προσωπικοτήτων και 171 ρωσικών οντοτήτων (εταιρειών και ιδρυμάτων) που είναι ήδη υπό καθεστώς κυρώσεων; «Ηθικά και νομικά, οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε δικαίωμα να πλήξουν σκληρότερα τους Ρώσους που μετέχουν στη λήψη αποφάσεων και τις ρωσικές εταιρείες: έχουν καταπατήσει το διεθνές δίκαιο του οποίου η Ευρώπη θέλει να είναι ο θεματοφύλακας», λένε στην «Ν» οι ίδιες πηγές. «Επιπλέον, οι κυρώσεις αποτελούν, μαζί με τις εξαγωγές όπλων προς την Ουκρανία και την οικονομική στήριξη προς το Κίεβο, έναν από τους τρεις πυλώνες της ευρωπαϊκής στήριξης προς το ουκρανικό κράτος, στο οποίο η Ένωση έχει δώσει το καθεστώς υποψηφίας προς ένταξη στην ΕΕ, χώρας».

Αλλά οι 27 χώρες μέλη δεν έχουν καταφέρει ακόμη να συμφωνήσουν, λένε στην «Ναυτεμπορική», διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες. «Υπάρχουν ακόμη ορισμένα εκκρεμή ζητήματα για το «πάγωμα» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην Ευρώπη», τονίζουν οι ίδιες πηγές.

Εμπόδιο… 24 καρατίων

Η Ουγγαρία δεν πρόβαλε καμία ιδιαίτερη αντίρρηση στο Συμβούλιο, καθώς τo νέο πακέτο δεν περιλαμβάνει ενεργειακά μέτρα. Το Βέλγιο είναι αυτό που βάζει προσκόμματα, σε ότι αφορά τις κυρώσεις στο εμπόριο των διαμαντιών. Στην Αμβέρσα οι συναλλαγές διαμαντιών έφτασαν τα 37 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021 και η κυβέρνηση του Βελγίου για ευνόητους λόγους, ασκεί βέτο στο Συμβούλιο για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία στον τομέα αυτόν.

Το 2022, το 21% των διαμαντιών που έφτασαν στην Αμβέρσα προέρχονταν από τη Ρωσία, σύμφωνα με το FPS Economy. Ο Βέλγος πρωθυπουργός Αλεξάντερ ντε Κρο, επιβεβαίωσε μάλιστα ότι « ενώ ο όγκος των ρωσικών διαμαντιών έχει μειωθεί κατά 80% στο Βέλγιο από την αρχή του πολέμου, ο όγκος των ρωσικών εξαγωγών δεν έχει μειωθεί .

Το Παγκόσμιο Κέντρο Διαμαντιών της Αμβέρσας (AWDC) αναφέρει πάντως ότι οι  εισαγωγές ρωσικών διαμαντιών συνεχίζουν να βρίσκουν το δρόμο τους προς την Αμβέρσα, επιστρέφοντας μάλιστα τον Ιανουάριο , στα  προπολεμικά επίπεδα. Σύμφωνα με τον Αβι Τέτρο, έναν κοσμηματοπώλη από την Αμβέρσα, η ζήτηση για διαμάντια εκτινάχθηκε μεταξύ των Χριστουγέννων και της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου.

Για την ιστορία, η κορυφαία εταιρία εξόρυξης διαμαντιών στον κόσμο, η Alrosa, που ανήκει κατά 33% στο Κρεμλίνο , εξασφάλισε στην Αμβέρσα το 36% των παγκόσμιων κερδών της  Αυτός είναι ο λόγος που ορισμένοι πολιτικοί και παρατηρητές ανησυχούν ότι αυτά τα έσοδα θα χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία. «Από τη μια υποστηρίζουμε την Ουκρανία και από την άλλη χρηματοδοτούμε τη Ρωσία και τον πόλεμο. Και αυτό δεν είναι αποδεκτό», λέει η Βελγίδα ευρωβουλευτής Κάθλιν φαν Μπρεμτ .« Αν θέλουμε να τερματίσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, πρέπει να σπάσουμε  τη ρωσική στρατιωτική πολεμική μηχανή και να της κόψουμε όλα τα κεφάλαιά της », λέει η βελγίδα ευρωβουλευτής.

Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, διατείνεται πάντως ότι οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι τώρα στη Μόσχα είναι «οι πιο σκληρές κυρώσεις που έχουν υιοθετηθεί ποτέ από την ΕΕ». Ήταν πράγματι οι κυρώσεις της ΕΕ τόσο επιτυχημένες όσο λέει η φον ντερ Λάιεν; Γιατί, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι παρά τις δυτικές κυρώσεις, η ρωσική οικονομία υποφέρει μεν ,αλλά δεν βυθίζεται.

Οι ειδικοί είναι διχασμένοι

Η Σιλβί Ματλί, οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (IRIS) , λέει ότι μετά από ένα χρόνο κυρώσεων ότι «οι οικονομικές προοπτικές της Ρωσίας δεν είναι τραγικές». Η αποχώρηση δυτικών κεφαλαίων από τη Ρωσία, το πάγωμα των περιουσιακών στοιχείων των ολιγαρχών και η δραστική μείωση των εξαγωγών υδρογονανθράκων στην Ευρώπη σίγουρα δεν είναι ανώδυνα μέτρα.

Το 2022, το ρωσικό ΑΕΠ υπέστη μείωση 2,2% σύμφωνα με το ΔΝΤ και τη ρωσική στατιστική υπηρεσία Rosstat. Πρόκειται όμως για μια μέτρια υποχώρηση, δυσανάλογη με το -8% που είχε αρχικά εκτιμήσει το ΔΝΤ. Αν και τα στοιχεία αυτά αμφισβητήθηκαν από τον Γάλλο πρόεδρο  Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος πιστεύει ότι η πτώση του ρωσικού ΑΕΠ είναι «πολύ μεγαλύτερη», επέτρεψαν στον Βλαντιμίρ Πούτιν στην ετήσια ομιλία του προς το έθνος, να δώσει συγχαρητήρια στον…εαυτό του για την αντίσταση στις πιέσεις της Δύσης.

«Φέτος, η ρωσική ανάπτυξη θα πρέπει να επιτρέψει ακόμη και, σύμφωνα με το ΔΝΤ,μια μικρή αύξηση 0,3%. Το 2024 η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι μάλιστα 2,3%, καλύτερη από τις προβλέψεις για την ευρωζώνη. Στον στρατιωτικό τομέα, οι κυρώσεις της ΕΕ και των Ηνωμένων Πολιτειών δεν εμποδίζουν επίσης τον ρωσικό στρατό να διεξάγει σκληρές μάχες , καθώς το στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα προμηθεύει συνεχώς με όπλα τις δυνάμεις του Πούτιν», τονίζει η Σιλβί Ματλί.

Ο Σιρίλ Μπρετ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Jacques Delors, θεωρεί απαραίτητο «να ενισχυθούν ορισμένες κυρώσεις, αλλά με τον καθορισμό συγκεκριμένων στόχων και προϋποθέσεων. «Οι δυτικές κυρώσεις υποστηρίζονται ελάχιστα από τον υπόλοιπο κόσμο, παρακάμπτονται εύκολα από τη Μόσχα και φαίνεται να επηρεάζουν ελάχιστα την πολεμική προσπάθεια του Πούτιν. Αντίθετα, επηρεάζουν, και θα επηρεάζουν διαρκώς τον ρωσικό πληθυσμό που, παραδόξως όμως στέκεται πίσω πίσω από τους διαμορφωτές της πολιτικής .Από αυτή την άποψη, οι κυρώσεις είναι αντιπαραγωγικές και πρέπει επομένως να βελτιωθούν», λέει ο Συρίλ Μπρετ.

Τρεις στόχοι

Σύμφωνα με τους περισσότερους ειδικούς , οι νέες κυρώσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τρεις στόχους:  Να στοχεύουν πρώτα τους ολιγάρχες για να αποδυναμώσουν την επιρροή τους στη λήψη των αποφάσεων του Κρεμλίνου, αλλά ταυτόχρονα να προσπαθήσουν να περιορίσουν τις συνέπειες στον πληθυσμό.

Δεύτερον, να αποτρέψουν τη Ρωσία από το να βελτιώσει τις σχέσεις της με άλλες χώρες, μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να της παραδώσουν όπλα.

Τρίτον, θα πρέπει να ενσωματώσουν τις συνέπειες των κυρώσεων στην παγκόσμια οικονομία και σε ορισμένες χώρες που είναι ωστόσο πολύ μακριά από τον πόλεμο. Αυτό είναι προφανώς το ζήτημα της γεωργίας και των τροφίμων, αλλά και της πρόσβασης σε προσιτές τιμές ενέργειας. Όπως  λέει η Σιλβί Ματλί, «σε αυτό το σημείο, οι Δυτικοί στερούνται φαντασίας ή πολιτικής βούλησης».